metafrasi banner

vespertilian = νυχτεριδόμορφος

ambrosia

Member
Ψάχνω την μετάφραση μα δεν βρίσκω κάτι παρά μόνο το " βεσπερτιλιανός" μα ούτε αυτό ξέρω τι σημαίνει! Τα φώτα σας οι επαΐοντες εδώ παρακαλώ!
 
Μήπως μπορείς να μας δώσεις συγκείμενο;
Vespertilian describes something that is part of, relating to, or resembling a bat (the flying mammal). It comes from the Latin vespertilio meaning “bat,” which in turn comes from vesper, meaning “evening” or “evening star.”

The anhingas ogle the gorgeous sky
over Shark River and as they gaze
extend vespertilian
wings, meticulous and moist.
—Eric Ormsby, The New Republic, 17 Mar. 1997
 
Τα ψαροπούλια γνέφουν με το βλέμμα

στον αξεπέραστο γαλάζιο ουρανό

που υψώνεται πάνω απ’ του Καρχαρία το Ρέμα,

και απλώνουν αγναντεύοντας φτερούγες

ωσάν της νυχτερίδας στη μορφή,

λεπτουργημένες και νωπές.
 
Η χρήση του "-ομορφος" είναι προβληματική, νομίζω, γιατί δηλώνει μορφή ολόκληρου του ζώου, όχι χαρακτηριστικό του.

Το "νυχτεριδόμορφες φτερούγες" υπονοεί φτερά στο σχήμα μίας νυχτερίδας;

Ενώ το "νυχτεριδοειδείς φτερούγες" δηλώνει ότι τα φτερά μοιάζουν με εκείνα της νυχτερίδας;
 
Last edited:
I think that meaningwise, both terms are pretty much the same. The difference being that the suffix -ειδής, is more commonly reserved for use in scientific, technical and literary contexts.
Hence my question above regarding context.
 
I tend to aggree wirh cougr.
For example: τερατόμορφος, ( αντιγράφω από Μπαμπινιώτη Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας) 1. αυτός που έχει τη μορφή τέρατος -τερατόμορφο πλάσμα ( παιχνίδι) ΣΥΝ. τερατώδης 2.αυτός που είναι πάρα πολύ άσχημος ( ώστε η όψη του να προκαλεί τρόμο) ΣΥΝ. κακάσχημος. ΑΝΤ. αγγελόμορφος, πανέμορφος.
τερατοειδής, αυτός που έχει τη μορφή, τα χαρακτηριστικά τέρατος - τερατοειδής όγκος ΣΥΝ τερατώδης.
Αρα το συγκείμενο - όπως σχεδόν πάντα - παίζει ρόλο.
Καταλήγω λοιπόν σε δύο μεταφράσεις
α. νυχτεροειδής
β. νυχτεριδόμορφος

Αναρωτιέμαι όμως αν στέκει κάπου και το νυχτεριδόσχημος όταν αναφερόμαστε στο σχήμα και μόνο, και καθόλου στα χαρακτηριστικά του ζώου. πχ νυχτεριδόσχημο αυτοκόλλητο ή το Batmobile, ας πούμε, θα το λέγαμε νυχτεριδόσχημο όχημα/αυτοκίνητο;
 
Η χρήση του "-ομορφος" είναι προβληματική, νομίζω, γιατί δηλώνει μορφή ολόκληρου του ζώου, όχι χαρακτηριστικό του.

Όταν λέμε τις φτερούγες νυχτεριδόμορφες, εννοούμε πως οι φτερούγες έχουν τη μορφή των φτερών της νυχτερίδας, όχι ότι οι φτερούγες έχουν τη μορφή ολόκληρης νυχτερίδας.

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-μορφος -η -ο [morfos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. (με α' συνθετικό ουσιαστικό) έχει τη μορφή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό, μοιάζει εξωτερικά με αυτό· (πρβ. -ειδής): ανθρωπό~, αραχνό~, ζωό~, τερατό~. 2. χαρακτηρίζεται εξωτερικά από τις ιδιότητες που συνεπάγεται αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό, έχει τη μορφή ή τα στοιχεία που δίνει το α' συνθετικό: δί~, ομοιό~, ποικιλό~, πολύ~, τρί~.
[λόγ. < αρχ. -μορφος θ. του ουσ. μορφ(ή) -ος ως β' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἄ-μορφος `άσχημος, χωρίς μορφή΄, γυναικό-μορφος `με γυναικείο σχήμα΄, πολύ-μορφος, ελνστ. ἀνθρωπό-μορφος & διεθ. -morph, -morphous < αρχ. -μορφος: ισό-μορφος < iso- + -morph, -morphous]


-ειδής -ειδής -ειδές [iδís] : επίθημα επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· για την παραγωγή απαιτείται ο λόγιος ή ο επιστημονικός τύπος της πρωτότυπης λέξης, στις περιπτώσεις που παράλληλα υπάρχει και κοινός ή προφορικός τύπος· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει στο σχήμα, στη μορφή ή στη σύσταση με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη και έχει επομένως κάποια από τα βασικά διακριτικά χαρακτηριστικά της· (πρβ. -μορφος): (τέρας) τερατοειδής· (δρέπανο) δρεπανοειδής, (έλλειψη) ελλειψοειδής, (πυραμίδα) πυραμιδοειδής· (αίλουρος) αιλουροειδής, (θάμνος) θαμνοειδής, (θύσανος) θυσανοειδής, (κισσός) κισσοειδής· (άμυλο) αμυλοειδής. || (επιστ.) το ουδέτερο ουσιαστικοποιημένο δηλώνει οικογένεια ζώων ή κατηγορία φυτών: αιλουροειδή, ανθρωποειδή, ψιττακοειδή, φοινικοειδή. || μειωτικά για άνθρωπο: (άνθρωπος) ανθρωποειδής, (γυναίκα) γυναικοειδής, (φασίστας) φασιστοειδής.
[λόγ. < αρχ. -ειδής θ. του ουσ. εrδ(ος) -ής ως β' συνθ.: αρχ. σπογγο-ειδής `που μοιάζει με σφουγγάρι΄, ελνστ. πυραμιδο-ειδής]



Αναρωτιέμαι όμως αν στέκει κάπου και το νυχτεριδόσχημος όταν αναφερόμαστε στο σχήμα και μόνο, και καθόλου στα χαρακτηριστικά του ζώου. πχ νυχτεριδόσχημο αυτοκόλλητο ή το Batmobile, ας πούμε, θα το λέγαμε νυχτεριδόσχημο όχημα/αυτοκίνητο;

Γιατί όχι; Τις νυχτεριδόμορφες τις πρότεινα για τις φτερούγες στο ποίημα επειδή μου φαίνεται πιο φυσιολογικό, πιο ποιητικό αν θέλετε, όχι τόσο επίσημο και τεχνικό όσο οι νυχτεριδοειδείς και οι νυχτεριδόσχημες.

Τα παρακάτω είναι όσα επίθετα σε -σχημος περιλαμβάνει το Αντίστροφο Λεξικό Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, εκτός από τα παράγωγα του «άσχημος» (που, εδώ που τα λέμε, είναι κι αυτά στο παιχνίδι):

βολβόσχημος, αβγόσχημος, αχλαδόσχημος, παλαιόσχημος, ωραιόσχημος, καρδιόσχημος, κοραλιόσχημος, αλλοιόσχημος, ομοιόσχημος, ανομοιόσχημος, κακόσχημος, μεγαλόσχημος, κιβωτιόσχημος, αμυγδαλόσχημος, πεταλόσχημος, ποικιλόσχημος, διπλόσχημος, στρογγυλόσχημος, λαγηνόσχημος, ετερόσχημος, μικρόσχημος, σταυρόσχημος, παπυρόσχημος, εύσχημος, πολύσχημος

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μόνο αυτά υπάρχουν ή επιτρέπεται να υπάρχουν· απλώς είναι κάποια παραδείγματα που έχουν καταγραφεί.
Ο καθένας μπορεί να πλάσει τέτοια λέξη για να καλύψει μια ανάγκη, της στιγμής ή διαχρονική.
 
Last edited:
Μάλιστα. Ωραία τα παραθέματα από τον Τριανταφυλλίδη! Και χρήσιμα. Μερσί!
Τελικά εδώ μέσα ξεθάβονται θησαυροί και ίσως δημιουργούνται λέξεις μιας και lexilogia το όνομα του forum!😉
 
Τελικά εδώ μέσα ξεθάβονται θησαυροί και ίσως δημιουργούνται λέξεις μιας και lexilogia το όνομα του forum!😉

Και πού είσαι ακόμα! Κι εγώ, 17 συναπτά έτη καθημερινά στη Λεξιλογία, ακόμα ανακαλύπτω πράγματα.

You Ain't Seen Nothing Yet - Bachman-Turner Overdrive

 
Και κάτι που κοινολεκτούμε στην παρέα:
ΩΡΑΙΑ ΠΡΑΜΑΤΑ!
Και θα ήταν παράλειψή μου να μην ευχαριστήσω τον φίλο αγαπημένο που με παρέπεμψε στο forum αυτό, καθώς αγνοούσα την ύπαρξή του!
Τον ψέγω όμως παράλληλα , γιατί έπρεπε να μου το είχε υποδείξει κάποια χρόνια νωρίτερα! ΧΑ ΧΑ ΧΑ 🤪! Τον ευγνωμονώ εντούτοις και τον αγαπώ!
 
Και καταλήγοντας θεωρώ πως αυτά με το -όμορφος ταιριάζουν σε λογοτεχνικά κείμενα μιας και παραπέμπουν στο όμορφος, ομορφιά κλπ που ομορφαίνουν τα κείμενα!
 
Aν θέλεις δε σώνει και ντε να αποφύγεις και τη δυνητική αμφισημία που επισημαίνει ο pontios στο #9 και την κάπως δύσκαμπτη επιστημονικούρα του νυχτεριδοειδούς, τις λες και νυχτεριδίσιες τις φτερούγες… :-)



Κι ένα ωραίο μπαϊδεουέικο που βρήκα, γιατί κοντοστάθηκα λίγο στο λεπτουργημένες του Εαρίωνα, κι έψαξα λίγο το meticulous:

We're afraid we have some strange etymological news: meticulous comes from the Latin word for "fearful"—metīculōsus—and ultimately from the Latin noun metus, meaning "fear." Although meticulous currently has no "fearful" meanings, it was originally used as a synonym of "frightened" and "timid." This sense had fallen into disuse by 1700, and in the 1800s meticulous acquired a new meaning of "overly and timidly careful" (possibly due to the influence of the French word méticuleux). This meaning in turn led to the current one of "painstakingly careful," with no connotations of fear at all. The newest use was controversial for a time, but it is now by far the most common meaning; even the most meticulous (or persnickety, depending on your view) among us consider it perfectly acceptable.
 
Last edited:
Aν θέλεις δε σώνει και ντε να αποφύγεις και τη δυνητική αμφισημία που επισημαίνει ο pontios στο #9 και την κάπως δύσκαμπτη επιστημονικούρα του νυχτεριδοειδούς, τις λες και νυχτεριδίσιες τις φτερούγες… :-)



Κι ένα ωραίο μπαϊδεουέικο που βρήκα, γιατί κοντοστάθηκα λίγο στο λεπτουργημένες του Εαρίωνα, κι έψαξα λίγο το meticulous:

We're afraid we have some strange etymological news: meticulous comes from the Latin word for "fearful"—metīculōsus—and ultimately from the Latin noun metus, meaning "fear." Although meticulous currently has no "fearful" meanings, it was originally used as a synonym of "frightened" and "timid." This sense had fallen into disuse by 1700, and in the 1800s meticulous acquired a new meaning of "overly and timidly careful" (possibly due to the influence of the French word méticuleux). This meaning in turn led to the current one of "painstakingly careful," with no connotations of fear at all. The newest use was controversial for a time, but it is now by far the most common meaning; even the most meticulous (or persnickety, depending on your view) among us consider it perfectly acceptable.
Απλά υπέροχο! Κατά το φιδίσια κορμιά! Amazingly brilliant thought! UNPEXTABLE που λέμε!🤪😉
 
Τα ψαροπούλια γνέφουν με το βλέμμα

στον αξεπέραστο γαλάζιο ουρανό

που υψώνεται πάνω απ’ του Καρχαρία το Ρέμα,

και απλώνουν αγναντεύοντας φτερούγες

ωσάν της νυχτερίδας στη μορφή,

λεπτουργημένες και νωπές.
Mια απόπειρα κι από μένα, δίχως αξιώσεις:

Εποφθαλμιούν τα φιδοπούλια τα κάλλη τ' ουρανού
πάνω απ' το Σαρκ Ρίβερ κι όπως ατενίζουν
ανοίγουνε νυχτεριδίσια
τα φτερά τους, επιμελή και νοτισμένα




Και λίγο μπαγκράουντ:

Επειδή λοιπόν στο νερό κολυμβούν περίφημα, όταν αισθανθούν κίνδυνο βυθίζονται στο νερό και αφήνουν έξω από αυτό μόνο την κεφαλή και ένα μέρος του μακριού και λεπτού λαιμού τους. Στη στάση αυτή τα ανχίνγκα μοιάζουν πολύ με φίδια, από όπου προήλθε και η ονομασία τους (δείτε την εισαγωγή). Από την άλλη, όταν αναπαύονται με απλωμένες τις φτερούγες τους θυμίζουν νυχτερίδες. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους κοντά στις όχθες και τη στρώνουν με διάφορα χόρτα.
 
Aν θέλεις δε σώνει και ντε να αποφύγεις και τη δυνητική αμφισημία που επισημαίνει ο pontios στο #9 και την κάπως δύσκαμπτη επιστημονικούρα του νυχτεριδοειδούς, τις λες και νυχτεριδίσιες τις φτερούγες…:-)🤐

Απλά υπέροχο! Κατά το φιδίσια κορμιά! Amazingly brilliant thought! UNPEXTABLE που λέμε!🤪😉

Let's try it out ... :-)
Με νυχτεριδίσιες φτρούγες γλιστρούσε ανάμεσα στα άστρα του λυκόφωτος ... it seems to flow poetically.

(κατανοώ πως η ποιητική αδεία επιτρέπει την υπέρβαση της μορφολογικής ακρίβειας).
 
Last edited:
Back
Top