Να πω πως μοιάζεις θέρους πρωινό;
—το ξεπερνάς σε ομορφιά και χάρη·
είναι θολό, χλομό, προσωρινό,
τους μαγιανθούς τ’ αγέρι θα τους πάρει.
Το μάτι το επουράνιο συχνά καυτό πυρώνει,
συχνά αντί χρυσό προβάλλει σκοτεινό,
σαν κάθε τι το όμορφο που τέλος μαραζώνει,
της μοίρας και της φύσης μας παιχνίδι ταπεινό.
Παντοτινό θα είναι το δικό σου καλοκαίρι
και τη δική σου ομορφιά για πάντα θα ζηλεύει.
Ποτέ δεν θα σ’ αρπάξει ο Χάρος απ’ το χέρι
όσο στον στίχο μου άφθαρτ’ η μορφή σου βασιλεύει.
Όσο υπάρχει άνθρωπος που ζει και ανασαίνει,
θα ζει και το τραγούδι μου για να σε ανασταίνει!