Ανακάλυψα στο σημερινό σημείωμα του Σαραντάκου, με μεζεδάκια εποχής, ένα μαργαριταράκι που είχα βρει στο δρόμο μου. Το είχα βάλει στην μπάντα να το ψάξω... και το ξέχασα. Όπως θα διαβάσετε στο μπλογκ, σ' ένα ελληνικό κείμενο παρουσίασης του καινούργιου Kindle μιλούσαν για «ανεπαίσθητο browser». Έμεινα με την απορία αν ήταν ένα διακριτικό ιστοπλοϊκό® ή κάτι άλλο. Τελικά, οι έρευνες έδειξαν ότι πρόκειται για slick browser, οπότε άρχισαν να καταθέτουν στο νήμα αποδόσεις για το slick, τις οποίες θεωρώ απαραίτητο να φιλοξενήσουμε κι εδώ — και να τις αβγατίσουμε.
Πρώτα, η εγγραφή (για το επίθετο) στο ODE:
Επικεντρωνόμαστε στην πρώτη σημασία και μεταφέρω από τα σχόλια του Νίκου και αναγνωστών:
έξυπνα σχεδιασμένος
αισθητικά ελκυστικός
ικανός
κομψός
καλοφτιαγμένος
ομαλός και απροβλημάτιστος στην λειτουργία και στην χρήση
τσίφτικος
Από λεξικά:
άνετος
αβίαστος
στρωτός
επιτυχημένος
(β)
αεράτος και καταφερτζής
επιδέξιος
μαλαγάνας
Από γλωσσάρι μου:
φίνος
τσίφτικος
περιποιημένος
σένιος
μπάνικος
φροντισμένος
(β)
καπάτσος
Για τη σημασία (β), τού smooth operator, αντιγράφω και το παρακάτω σχόλιο:
Slick Willie ήταν το παρατσούκλι που είχαν κολλήσει στον Μπιλ Κλίντον μερικοί Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί και σχολιαστές το 1992, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ανάμεσα στον Κ. και τον Μπους τον πρεσβύτερο.
Πρώτα, η εγγραφή (για το επίθετο) στο ODE:
1 done or operating in an impressively smooth and efficient way: Rangers have been entertaining crowds with a slick passing game
smooth and superficially impressive but insincere or shallow: the brands are backed by slick advertising | a salesperson may be viewed as a slick confidence trickster
2 (of skin or hair) smooth and glossy: a dandy-looking dude with a slick black ponytail
(of a surface) smooth, wet, and slippery: she tumbled back against the slick, damp wall
smooth and superficially impressive but insincere or shallow: the brands are backed by slick advertising | a salesperson may be viewed as a slick confidence trickster
2 (of skin or hair) smooth and glossy: a dandy-looking dude with a slick black ponytail
(of a surface) smooth, wet, and slippery: she tumbled back against the slick, damp wall
Επικεντρωνόμαστε στην πρώτη σημασία και μεταφέρω από τα σχόλια του Νίκου και αναγνωστών:
έξυπνα σχεδιασμένος
αισθητικά ελκυστικός
ικανός
κομψός
καλοφτιαγμένος
ομαλός και απροβλημάτιστος στην λειτουργία και στην χρήση
τσίφτικος
Από λεξικά:
άνετος
αβίαστος
στρωτός
επιτυχημένος
(β)
αεράτος και καταφερτζής
επιδέξιος
μαλαγάνας
Από γλωσσάρι μου:
φίνος
τσίφτικος
περιποιημένος
σένιος
μπάνικος
φροντισμένος
(β)
καπάτσος
Για τη σημασία (β), τού smooth operator, αντιγράφω και το παρακάτω σχόλιο:
Slick Willie ήταν το παρατσούκλι που είχαν κολλήσει στον Μπιλ Κλίντον μερικοί Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί και σχολιαστές το 1992, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ανάμεσα στον Κ. και τον Μπους τον πρεσβύτερο.