Junk με πληθυντικό είναι μόνο το κινέζικο ιστιοφόρο που (από το γαλλικό jonque) το λέμε τζόγκα.
Οι άλλες συνηθισμένες σημασίες της λέξης junk δεν έχουν πληθυντικό, είναι μη μετρήσιμες. Και η πιο γνωστή σημασία: άχρηστα (αντικείμενα), παλιατσαρία, σαβούρα, σκουπίδια. Γι’ αυτό:
junk shop = το παλιατζίδικο, το παλαιοπωλείο.
junk food = σκουπιδοφαγητά
junk TV = σκουπιδοεκπομπές
junk mail = ανεπιθύμητη αλληλογραφία, σπαμ
Junk είναι στην αργκό και τα σκληρά ναρκωτικά, ιδίως η ηρωίνη. Έτσι έχουμε και τον junkie: (ο ή το) τζάνκι (πληθ. τα τζάνκια), το πρεζόνι.
Τα ομόλογα που χαρακτηρίζονται ως junk (junk bonds) ονομάζονται και high-yield bonds (είναι αυτό που λέμε «ευφημισμός», σαν τον Εύξεινο Πόντο και τον Ειρηνικό Ωκεανό). Δείτε και τις εναλλακτικές ονομασίες στη Wikipedia: non-investment-grade bond και speculative-grade bond.
Σ’ αυτή την «Εισαγωγή στα ομόλογα» γράφει:
Τα χρεόγραφα αυτά, τα οποία είναι γνωστά ως επισφαλή ομόλογα υψηλής απόδοσης ή «junk bonds», είναι συνήθως αρκετά κερδοσκοπικά για τον μέσο επενδυτή, αλλά μπορούν να αποφέρουν θεαματικά κέρδη.
(Το «κερδοσκοπικά» ζητά κάποιο καλύτερο επίθετο.)
Στους αγγλισμούς που μας τυραννούν αυτό τον καιρό αφιερώθηκε το χτεσινό άρθρο του Μπουκάλα, με τίτλο Άλλο τζανκς, άλλο σκουπίδια.
(Επαναλαμβάνω: το τζανκ δεν έχει πληθυντικό στα αγγλικά.)
Και άλλη μια παρατήρηση πάνω στις λέξεις της επικαιρότητας: Ο κύριος Juncker, που είναι ο «κύριος ευρώ», είναι από το Λουξεμβούργο και τον λένε Γιούνκερ και όχι Τζάνκερ. :)
Ανακοίνωση:
Για μερικές μέρες θα κυκλοφορώ ελάχιστα στα σοκάκια της Λεξιλογίας. Αν με πετύχετε, έχει καλώς. Αλλιώς, μην αφήσετε τη συνοικία να ερημώσει.
Οι άλλες συνηθισμένες σημασίες της λέξης junk δεν έχουν πληθυντικό, είναι μη μετρήσιμες. Και η πιο γνωστή σημασία: άχρηστα (αντικείμενα), παλιατσαρία, σαβούρα, σκουπίδια. Γι’ αυτό:
junk shop = το παλιατζίδικο, το παλαιοπωλείο.
junk food = σκουπιδοφαγητά
junk TV = σκουπιδοεκπομπές
junk mail = ανεπιθύμητη αλληλογραφία, σπαμ
Junk είναι στην αργκό και τα σκληρά ναρκωτικά, ιδίως η ηρωίνη. Έτσι έχουμε και τον junkie: (ο ή το) τζάνκι (πληθ. τα τζάνκια), το πρεζόνι.
Τα ομόλογα που χαρακτηρίζονται ως junk (junk bonds) ονομάζονται και high-yield bonds (είναι αυτό που λέμε «ευφημισμός», σαν τον Εύξεινο Πόντο και τον Ειρηνικό Ωκεανό). Δείτε και τις εναλλακτικές ονομασίες στη Wikipedia: non-investment-grade bond και speculative-grade bond.
Σ’ αυτή την «Εισαγωγή στα ομόλογα» γράφει:
Τα χρεόγραφα αυτά, τα οποία είναι γνωστά ως επισφαλή ομόλογα υψηλής απόδοσης ή «junk bonds», είναι συνήθως αρκετά κερδοσκοπικά για τον μέσο επενδυτή, αλλά μπορούν να αποφέρουν θεαματικά κέρδη.
(Το «κερδοσκοπικά» ζητά κάποιο καλύτερο επίθετο.)
Στους αγγλισμούς που μας τυραννούν αυτό τον καιρό αφιερώθηκε το χτεσινό άρθρο του Μπουκάλα, με τίτλο Άλλο τζανκς, άλλο σκουπίδια.
(Επαναλαμβάνω: το τζανκ δεν έχει πληθυντικό στα αγγλικά.)
Και άλλη μια παρατήρηση πάνω στις λέξεις της επικαιρότητας: Ο κύριος Juncker, που είναι ο «κύριος ευρώ», είναι από το Λουξεμβούργο και τον λένε Γιούνκερ και όχι Τζάνκερ. :)
Ανακοίνωση:
Για μερικές μέρες θα κυκλοφορώ ελάχιστα στα σοκάκια της Λεξιλογίας. Αν με πετύχετε, έχει καλώς. Αλλιώς, μην αφήσετε τη συνοικία να ερημώσει.
Last edited: