metafrasi banner

go public = δημοσιοποιώ, βγάζω στη φόρα | εισέρχομαι / μπαίνω στο χρηματιστήριο, βάζω την εταιρεία μου στο χρηματιστήριο

nickel

Administrator
Staff member
Το είδα να γίνεται «βγαίνω δημόσια» σε υπότιτλους (σε σημείο όπου πρότειναν σε κάποιον να βάλει την εταιρεία του στο χρηματιστήριο) και επειδή περιέργως αυτή τη στιγμή ούτε το Wiktionary δεν έχει και τις δύο σημασίες, το αξίζει το νηματάκι του.

Τις έχουν ODE, Macmillan, Longman και τις σουμάρω:

go public
a) to tell everyone about something that was secret
go public on/with: The planners are almost ready to go public on the road-building scheme. | One of the team decided to go public with his concerns about Keegan’s management.
b) to become a public company by selling shares to people: Many partnerships went public in the 1980s to secure extra capital.
 
Μήπως θα ήταν προτιμότερο να αποφευχθεί το τελευταίο σκέλος της ερμηνείας ("βάζω την εταιρεία μου στο χρηματιστήριο"), αφού το υποκείμενο του go public είναι πάντα η εταιρεία, δεν πρόκειται δηλαδή ποτέ για μεταβατική σύνταξη; Επίσης, καλό είναι να χρησιμοποιηθεί και το ρήμα "εισάγομαι", αφού είναι απολύτως καθιερωμένο για τις εταιρείες που έχουν μπει στο χρηματιστήριο ("εισηγμένες"). Τέλος χρήσιμη είναι και η μνεία της ειδικής ορολογίας: (αρχική) δημόσια εγγραφή. Συνολικά, για την οικονομική έννοια θα έλεγα: εισέρχομαι/ μπαίνω/ εισάγομαι στο χρηματιστήριο, διαθέτω μετοχές στο ευρύ επενδυτικό κοινό, προχωρώ σε (αρχική) δημόσια εγγραφή. [Περιττό να πω ότι αυτό το "επενδυτικό", αντί του "κερδοσκοπικό", το λέω με πόνο ψυχής].
 

nickel

Administrator
Staff member
Έχει περάσει στο πρώτο πρόσωπο και το χρηματιστηριακό go public, π.χ. You want to share the risk (and rewards) of doing business so you decide to 'go public'. Νομίζω πως κάπως έτσι ήταν και στην ταινία που είδα, γι' αυτό κότσαρα και το «βάζω» στον τίτλο.

you decide to go public

Στο σώμα του μηνύματος δεν έδωσα καμιά απόδοση. Αφήνω τον κόσμο να δράσει ελεύθερα και πάω να εκτελέσω άλλα νυχτερινά καθήκοντα.
 
Top