Ωραίο νήμα. Παρότι δεν είμαι κυρία, ας το εμπλουτίσουμε κι ας το ομορφύνουμε λιγάκι (με τη Λετίσια, ντε):)
Από το ΛΚΝ: βολάν 1το [volán] O (άκλ.) : λουρίδα από ύφασμα ή από δαντέλα, που στολίζει γυναικεία φορέματα, κουρτίνες κτλ.· φραμπαλάς: Φόρεμα με ~ στα μανίκια / στο ντεκολτέ. βολανάκι το YΠOKOP. [λόγ. < γαλλ. volant]
φρου φρου το [frú frú] O (άκλ.) : (προφ.) ο ήχος που παράγει το φόρεμα γυναικών που βρίσκονται σε κίνηση, κυρίως στην έκφραση (όλο) ~ κι αρώματα, για ντύσιμο υπερβολικά στολισμένο, εντυπωσιακό. || (επέκτ.) για λόγια ή ενέργειες εντυπωσιασμού, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. [λόγ. < γαλλ. frou-frou (ηχομιμ.)]
φραμπαλάς ο [frabalás] & φαρμπαλάς ο [farbalás] συνήθ. στη σημ. 1 O1 : 1. λουρίδα από ύφασμα με λεπτές πτυχές ή με σούρα, που στολίζει τον ποδόγυρο σε γυναικεία ρούχα ή τις άκρες μαξιλαριών, σεντονιών κτλ. [< φαρμπαλάς με μετάθ. του [r] < γαλλ. falbala -ς με ανομ. υγρών [l-l > r-l]]
Ασφαλώς, Στέλλα. Δεν διαφωνώ για το φρου φρου - γι' αυτό το πρόσθεσα άλλωστε, όχι για αντίλογο - αλλά σήμερα μου φαίνεται ότι επικρατεί η σημασία του υπερστολισμού (του λατερνισμού, αν θέλεις και της κενότητας. Για τον ήχο, το θρόισμα των φορεμάτων, μήπως δεν ευθυνόταν μόνο το βολάν αλλά συνέβαλε και το φουρό; Ωστόσο, για το φρου φρου καλύτερα να τα πούμε εδώ.