metafrasi banner

frill dress

Καλημέρα, ντόκτορ!

Λοιπόν, αν και δεν το πολυέχω μ' αυτά, αυτό
attachment.php


εγώ το ξέρω φόρεμα με φραμπαλά(δες) όπως το λες κι εσύ.

Ενώ η φούστα αλά τσολιά, με πτυχώσεις δηλαδή, (σαν αυτή που φόρεσε ο Σισέ :p ) είναι η πλισέ.
 
Εγώ αυτά της πιο πάνω φωτογραφίας τα ξέρω βολάν και τα μικρά βολνάκια, σούρες κλπ
 
΄Οταν ήμουνα μικρή, πολύ παλιά, τα λέγαμε και φρου-φρου.
Φούστες με φρου- φρου φορούσαν και οι χορεύτριες του Μουλέν Ρουζ.
 
Ωραίο νήμα. Παρότι δεν είμαι κυρία, ας το εμπλουτίσουμε κι ας το ομορφύνουμε λιγάκι (με τη Λετίσια, ντε):)

Από το ΛΚΝ:
βολάν 1 το [volán] O (άκλ.) : λουρίδα από ύφασμα ή από δαντέλα, που στολίζει γυναικεία φορέματα, κουρτίνες κτλ.· φραμπαλάς: Φόρεμα με ~ στα μανίκια / στο ντεκολτέ. βολανάκι το YΠOKOP. [λόγ. < γαλλ. volant]

φρου φρου το [frú frú] O (άκλ.) : (προφ.) ο ήχος που παράγει το φόρεμα γυναικών που βρίσκονται σε κίνηση, κυρίως στην έκφραση (όλο) ~ κι αρώματα, για ντύσιμο υπερβολικά στολισμένο, εντυπωσιακό. || (επέκτ.) για λόγια ή ενέργειες εντυπωσιασμού, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. [λόγ. < γαλλ. frou-frou (ηχομιμ.)]

φραμπαλάς ο [frabalás] & φαρμπαλάς ο [farbalás] συνήθ. στη σημ. 1 O1 : 1. λουρίδα από ύφασμα με λεπτές πτυχές ή με σούρα, που στολίζει τον ποδόγυρο σε γυναικεία ρούχα ή τις άκρες μαξιλαριών, σεντονιών κτλ. [< φαρμπαλάς με μετάθ. του [r] < γαλλ. falbala -ς με ανομ. υγρών [l-l > r-l]]

Τρεις λέξεις για το νήμα με τις γαλλικές στα ελληνικά.

Και τα αναμενόμενα:
attachment.php


 
Ακριβώς γιαυτό τα λέγαμε φρου φρου, από το θρόισμα που κάνει το ύφασμα με τα πολλά βολάν όταν κινείται.
 
Ασφαλώς, Στέλλα. Δεν διαφωνώ για το φρου φρου - γι' αυτό το πρόσθεσα άλλωστε, όχι για αντίλογο - αλλά σήμερα μου φαίνεται ότι επικρατεί η σημασία του υπερστολισμού (του λατερνισμού, αν θέλεις;-) και της κενότητας. Για τον ήχο, το θρόισμα των φορεμάτων, μήπως δεν ευθυνόταν μόνο το βολάν αλλά συνέβαλε και το φουρό; Ωστόσο, για το φρου φρου καλύτερα να τα πούμε εδώ.
 
Κι εγώ έτσι το ξέρω στη σημερινή του σημασία, άσε που έχει και πλάκα ο χαρακτηρισμός φραμπαλάς ή φραμπαλιάρης.
 
Back
Top