Η λέξη αποκατάσταση σημαίνει «επαναφορά στην προηγούμενη ομαλή κατάσταση λειτουργίας». Στα λεξικά:
1. η επαναφορά, η επάνοδος στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση κτλ.: αποκατάσταση της βλάβης / της ζημιάς / της αδικίας. αποκατάσταση της τάξης / της επικοινωνίας / της κυκλοφορίας / της λειτουργίας. αποκατάσταση της εθνικής ενότητας / της δημοκρατίας / της αλήθειας. αποκατάσταση της υγείας / της τιμής / της υπόληψης κάποιου. (ΛΚΝ — δείτε εκεί και Γεωργακά)
1. η επαναφορά στην προηγούμενη (ομαλή ή αρμόζουσα) κατάσταση ή θέση: η αποκατάσταση των κακώσεων τής σπονδυλικής στήλης / των φυσιολογικών λειτουργιών τού οργανισμού / τής τάξης / τής ομαλότητας / τής κυκλοφορίας / των σχέσεων / τής υγείας (ανάρρωση από ασθένεια) | κοινωνική αποκατάσταση όσων αποφυλακίζονται (επανένταξη) | μερική αποκατάσταση τής ηλεκτροδότησης | αποκατάσταση στο ακέραιο | μέτρα αποκατάστασης των καταστροφών. (ΛΝΕΓ)
Έχουμε ήδη αναφερθεί στη διπλή σημασία, στο ότι λέμε αποκατάσταση της καλής λειτουργίας και αποκατάσταση της βλάβης.
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?6423-Αποκατάσταση-βλάβης
Το αγγλικό establishment δεν περιέχει καμιά προηγούμενη κατάσταση. Aφορά το ξεκίνημα της λειτουργίας, το αρχικό στήσιμο. Μου φαίνεται λοιπόν περίεργο το ότι στη βάση teleterm προτιμούν στους περισσότερους όρους με το establishment την απόδοση αποκατάσταση, π.χ. establishment of communication = αποκατάσταση της επικοινωνίας. Μα δεν είναι βέβαιο ότι με την αποκατάσταση ο αναγνώστης θα καταλάβει ότι προηγήθηκε κάποια διακοπή, κάποια βλάβη; (Ας σημειωθεί ότι στο restoration η απόδοσή τους είναι επαναφορά, και στο re-establishment, επαναποκατάσταση.)
Ωραία, αποκλείουμε την αποκατάσταση. Ποια απόδοση θα προτιμούσατε, γενικότερα — αλλά και ειδικότερα σε σχέση με την επικοινωνία; Ρίχνω διάφορες ιδέες:
εγκαινίαση
εγκαθίδρυση
καθιέρωση
εδραίωση
εγκατάσταση
διασφάλιση
δρομολόγηση
δημιουργία
έναρξη
θέση σε λειτουργία
1. η επαναφορά, η επάνοδος στην προηγούμενη (καλή, ορθή, φυσιολογική) κατάσταση, θέση κτλ.: αποκατάσταση της βλάβης / της ζημιάς / της αδικίας. αποκατάσταση της τάξης / της επικοινωνίας / της κυκλοφορίας / της λειτουργίας. αποκατάσταση της εθνικής ενότητας / της δημοκρατίας / της αλήθειας. αποκατάσταση της υγείας / της τιμής / της υπόληψης κάποιου. (ΛΚΝ — δείτε εκεί και Γεωργακά)
1. η επαναφορά στην προηγούμενη (ομαλή ή αρμόζουσα) κατάσταση ή θέση: η αποκατάσταση των κακώσεων τής σπονδυλικής στήλης / των φυσιολογικών λειτουργιών τού οργανισμού / τής τάξης / τής ομαλότητας / τής κυκλοφορίας / των σχέσεων / τής υγείας (ανάρρωση από ασθένεια) | κοινωνική αποκατάσταση όσων αποφυλακίζονται (επανένταξη) | μερική αποκατάσταση τής ηλεκτροδότησης | αποκατάσταση στο ακέραιο | μέτρα αποκατάστασης των καταστροφών. (ΛΝΕΓ)
Έχουμε ήδη αναφερθεί στη διπλή σημασία, στο ότι λέμε αποκατάσταση της καλής λειτουργίας και αποκατάσταση της βλάβης.
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?6423-Αποκατάσταση-βλάβης
Το αγγλικό establishment δεν περιέχει καμιά προηγούμενη κατάσταση. Aφορά το ξεκίνημα της λειτουργίας, το αρχικό στήσιμο. Μου φαίνεται λοιπόν περίεργο το ότι στη βάση teleterm προτιμούν στους περισσότερους όρους με το establishment την απόδοση αποκατάσταση, π.χ. establishment of communication = αποκατάσταση της επικοινωνίας. Μα δεν είναι βέβαιο ότι με την αποκατάσταση ο αναγνώστης θα καταλάβει ότι προηγήθηκε κάποια διακοπή, κάποια βλάβη; (Ας σημειωθεί ότι στο restoration η απόδοσή τους είναι επαναφορά, και στο re-establishment, επαναποκατάσταση.)
Ωραία, αποκλείουμε την αποκατάσταση. Ποια απόδοση θα προτιμούσατε, γενικότερα — αλλά και ειδικότερα σε σχέση με την επικοινωνία; Ρίχνω διάφορες ιδέες:
εγκαινίαση
εγκαθίδρυση
καθιέρωση
εδραίωση
εγκατάσταση
διασφάλιση
δρομολόγηση
δημιουργία
έναρξη
θέση σε λειτουργία