In ethnolinguistics, an endonym or autonym (from the Greek ἔνδον, éndon, "within" or αὐτο-, auto-, "self" and ὄνομα, ónoma, "name") is a local name for a geographical feature, and an exonym or xenonym (from the Greek: ἔξω, éxō, "out" or ξένος-, xénos, "foreign" and ὄνομα, ónoma, "name") is a foreign language name for it. Exonyms and endonyms can be names of places (toponym), ethnic groups (ethnonym), languages (glossonym), or individuals (personal name). The United Nations Group of Experts on Geographical Names defines:
• Endonym: Name of a geographical feature in an official or well-established language occurring in that area where the feature is located.
• Exonym: Name used in a specific language for a geographical feature situated outside the area where that language is spoken, and differing in its form from the name used in an official or well-established language of that area where the geographical feature is located.[1]
For example, China, India, Germany, Greece, Japan, and Korea are the English exonyms corresponding to the endonyms Zhongguo, Bharat, Deutschland, Hellas, Nippon (Nihon), and Hanguk/Chosŏn, respectively.
http://en.wikipedia.org/wiki/Exonym_and_endonym
Ενδώνυμα ονομάζονται στη γλωσσολογία τα ονόματα, με τα οποίο ένας λαός αποκαλεί τον εαυτό του, το κράτος του και τα μέρη όπου ζει. Εξώνυμα ονομάζονται τα αντίστοιχα ονόματα που χρησιμοποιούνται σε μια ξένη γλώσσα, όταν αυτά δεν ταυτίζονται με τα ενδώνυμα.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ένα εξώνυμο διαφέρει πλήρως από το αντίστοιχο ενδώνυμο, όπως π.χ. στους Ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τέτοια ή παρόμοια ονομασία για τους εαυτούς τους. Συνηθέστερα όμως, τα εξώνυμα παράγονται από φωνητική - μορφολογική προσαρμογή ενδωνύμων, είτε των τρεχόντων ή παλαιών που δεν χρησιμοποιούνται πια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς διακρίνονται οι δύο όροι, είναι η λέξη που χρησιμοποιείται για το ελληνικό κράτος:
• Το ενδώνυμο είναι Ελλάδα στη δημοτική ή Ελλάς στην καθαρεύουσα, αφού αυτό χρησιμοποιούν οι Έλληνες. Χρησιμοποιείται επίσης σε λίγες γλώσσες όπως η νορβηγική (Hellas) και η γλώσσα των Κόμι (Эллада).
• Σε πολλές γλώσσες, χρησιμοποιούνται ονόματα που παράγονται από τη λατινική ρίζα «Graec-» (Ισπανικά και Ιταλικά Grecia, Γαλλικά Grèce, αγγλικά Greece, γερμανικά Griechenland, πολωνικά Grecja) ή την τουρκική «Yunan-» (τουρκικά Yunanistan, ουζμπεκικά Yunoniston, ινδονησιακά Yunani). Όλα αυτά είναι εξώνυμα, ασχέτως εάν στην πραγματικότητα οι ρίζες προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά ενδώνυμα Γραικοί και Ίωνες αντίστοιχα.
http://el.wikipedia.org/wiki/Ενδώνυμο_-_εξώνυμο
Romani are widely known in the English-speaking world by the exonym Gypsies (or Gipsies).
http://en.wikipedia.org/wiki/Romani_people
Rom (ou Rrom) est un endonyme signifiant «homme accompli et marié au sein de la communauté». Ce terme a été adopté par l'Union romani internationale (IRU) pour désigner un ensemble de populations, ayant en commun une origine indienne, dont les langues initiales sont originaires du nord-ouest du sous-continent indien et constituant des minorités connues sous de nombreux exonymes vivant entre l'Inde et l'Atlantique ainsi que sur le continent américain.
http://fr.wikipedia.org/wiki/Roms
• Endonym: Name of a geographical feature in an official or well-established language occurring in that area where the feature is located.
• Exonym: Name used in a specific language for a geographical feature situated outside the area where that language is spoken, and differing in its form from the name used in an official or well-established language of that area where the geographical feature is located.[1]
For example, China, India, Germany, Greece, Japan, and Korea are the English exonyms corresponding to the endonyms Zhongguo, Bharat, Deutschland, Hellas, Nippon (Nihon), and Hanguk/Chosŏn, respectively.
http://en.wikipedia.org/wiki/Exonym_and_endonym
Ενδώνυμα ονομάζονται στη γλωσσολογία τα ονόματα, με τα οποίο ένας λαός αποκαλεί τον εαυτό του, το κράτος του και τα μέρη όπου ζει. Εξώνυμα ονομάζονται τα αντίστοιχα ονόματα που χρησιμοποιούνται σε μια ξένη γλώσσα, όταν αυτά δεν ταυτίζονται με τα ενδώνυμα.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ένα εξώνυμο διαφέρει πλήρως από το αντίστοιχο ενδώνυμο, όπως π.χ. στους Ινδιάνους της Αμερικής, οι οποίοι ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τέτοια ή παρόμοια ονομασία για τους εαυτούς τους. Συνηθέστερα όμως, τα εξώνυμα παράγονται από φωνητική - μορφολογική προσαρμογή ενδωνύμων, είτε των τρεχόντων ή παλαιών που δεν χρησιμοποιούνται πια.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς διακρίνονται οι δύο όροι, είναι η λέξη που χρησιμοποιείται για το ελληνικό κράτος:
• Το ενδώνυμο είναι Ελλάδα στη δημοτική ή Ελλάς στην καθαρεύουσα, αφού αυτό χρησιμοποιούν οι Έλληνες. Χρησιμοποιείται επίσης σε λίγες γλώσσες όπως η νορβηγική (Hellas) και η γλώσσα των Κόμι (Эллада).
• Σε πολλές γλώσσες, χρησιμοποιούνται ονόματα που παράγονται από τη λατινική ρίζα «Graec-» (Ισπανικά και Ιταλικά Grecia, Γαλλικά Grèce, αγγλικά Greece, γερμανικά Griechenland, πολωνικά Grecja) ή την τουρκική «Yunan-» (τουρκικά Yunanistan, ουζμπεκικά Yunoniston, ινδονησιακά Yunani). Όλα αυτά είναι εξώνυμα, ασχέτως εάν στην πραγματικότητα οι ρίζες προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά ενδώνυμα Γραικοί και Ίωνες αντίστοιχα.
http://el.wikipedia.org/wiki/Ενδώνυμο_-_εξώνυμο
Romani are widely known in the English-speaking world by the exonym Gypsies (or Gipsies).
http://en.wikipedia.org/wiki/Romani_people
Rom (ou Rrom) est un endonyme signifiant «homme accompli et marié au sein de la communauté». Ce terme a été adopté par l'Union romani internationale (IRU) pour désigner un ensemble de populations, ayant en commun une origine indienne, dont les langues initiales sont originaires du nord-ouest du sous-continent indien et constituant des minorités connues sous de nombreux exonymes vivant entre l'Inde et l'Atlantique ainsi que sur le continent américain.
http://fr.wikipedia.org/wiki/Roms