metafrasi banner

ebonics

nickel

Administrator
Staff member
Πρώτα, ορισμοί:

Ebonics
n. Ebony + phonics. Another word for Black English, which the American Speech Language and Hearing Association now recognizes as a separate dialect with its own syntax and vocabulary.
http://www.wordspy.com/words/Ebonics.asp

Black English
NOUN:
1. See African American Vernacular English.
2. Any of the nonstandard varieties of English spoken by Black people throughout the world.
Usage Note:
In the United States, the term Black English usually refers to the everyday spoken varieties of English used by African Americans, especially of the working class in urban neighborhoods or rural communities. Linguists generally prefer the term African American Vernacular English, although some use the term Ebonics, which saw widespread use in the late 1990s. It is an error to suppose that Black English is spoken by all African Americans regardless of their background. In fact, the English spoken by African Americans is highly varied as varied as the English spoken by any other racial or ethnic group. Sometimes Black English is used to refer to other varieties of English spoken by Black people outside of the United States, as in the Caribbean and the United Kingdom.
http://education.yahoo.com/reference/dictionary/entry?id=B0297600

[...] Ebonics remained a little-known and little-remarked term until 1996; it does not appear in the second edition of the Oxford English Dictionary, published in 1989, over a decade after the word was coined, and it was not used by linguists.
In 1996, the term became widely known in the U.S. owing to a controversy over a decision by the Oakland School Board to denote and recognize the primary language (or sociolect or ethnolect) of African American children attending school, and thereby to facilitate the teaching of standard English. Thereafter, the term Ebonics became popularized, though as little more than a synonym for African American Vernacular English, perhaps differing in the emphasis on its claimed African roots and independence from English. The term is linked with the nationally discussed controversy over the decision by the Oakland School Board, and is avoided by most linguists.[...]

http://en.wikipedia.org/wiki/Ebonics#In_an_exclusively_US_context

Επίσης:
http://www.worldwidewords.org/turnsofphrase/tp-ebo1.htm
http://en.wikipedia.org/wiki/Oakland_Ebonics_controversy

Αν θελήσουμε να αποδώσουμε τους όρους στα ελληνικά, τι έχουμε;

Black English = αγγλικά των μαύρων
African American Vernacular English = κοινόλεκτος ή κοινωνιόλεκτος των Αφροαμερικανών
ebonics = εβενική ;;;



Με την ευκαιρία, αντιγράφω από το ΛΝΕΓ το πλαίσιο που ακολουθεί το λήμμα διάλεκτος:

διάλεκτος – κοινόλεκτος – ιδιόλεκτος – κοινωνιόλεκτος – ιδίωμα – ντοπιολαλιά – κοινή – αργκό.
Κάθε εθνική γλώσσα υπόκειται σε ευρεία διαφοροποίηση: ατομική ή υφολογική (διαφορετικά χρησιμοποιεί τη γλώσσα κάθε ομιλητής μιας γλώσσας), κοινωνική (οι ομιλητές συχνά διαφοροποιούνται κατά ηλικιακές, κοινωνικές, επαγγελματικές, ιδεολογικές κ.ά. ομάδες) και γεωγραφική (τα Eλληνικά τής Kρήτης, τής Θεσσαλίας, τού Πόντου, των Δωδεκανήσων κ.λπ.). Με τον όρο διάλεκτος οι γλωσσολόγοι χαρακτηρίζουν τη γεωγραφική διαφοροποίηση ευρύτερων περιοχών, ιδ. αυτήν που εμφανίζει έντονες αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα σε όλα τα επίπεδα (προφορά, γραμματικοσυντακτική δομή, λεξιλόγιο) και σε βαθμό που οι ομιλητές τής διαλέκτου να μην είναι εύκολα κατανοητοί από τους ομιλητές τής κοινής γλώσσας. Άρα ο όρος διάλεκτος είναι υπερκείμενη διάκριση. Αντίθετα, ο όρος ιδίωμα δηλώνει μικρότερη γλωσσική διαφοροποίηση, που δεν εμποδίζει την κατανόηση από τους ομιλητές τής κοινής. Μια διάλεκτος μπορεί να έχει περισσότερα από ένα ιδιώματα. Διάλεκτοι τής Αρχαίας Ελληνικής είναι η δωρική, η αχαϊκή, η ιωνική και η αττική. Στη νεότερη Ελληνική διακρίνονται οι εξής διάλεκτοι: τσακωνική, ποντι(α)κή, καππαδοκική, κατωιταλική και (καταχρηστικώς) κυπριακή και κρητική. Όλες οι λοιπές διαφοροποιήσεις αποτελούν τα ιδιώματα. Αυτά, ανάλογα με τις ομοιότητες και τις διαφορές τους, ομαδοποιούνται στα λεγόμενα βόρεια ιδιώματα (Στερεά Ελλάδα εκτός Aττικής, B. Εύβοια, Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, νησιά τού Β. Αιγαίου και Πόντος), που χαρακτηρίζονται από κωφώσεις (προφορά τού ο ως ου, τού ε ως ι και σίγηση των ατόνων ι και ου: ου Nίκους, τού πιδί, σκλί, αλών’, κβαλάου) και στα νότια ιδιώματα (τα υπόλοιπα). Ως ιδιώματα που διαφέρουν μεταξύ τους θεωρούνται τα δωδεκανησιακά, τα κυκλαδίτικα, τα επτανησιακά, τα πελοποννησιακά, τα βορειοελλαδικά, τα ημιβόρεια (Σκύρου, Μυκόνου, Καστοριάς, Λευκάδας κ.ά.), τα δυτικά μικρασιατικά, τής Χίου, τής Ικαρίας, των Κυθήρων, τής Μάνης, καθώς και τής ομάδας Κύμης, Μεγάρων, Αίγινας και παλαιάς Αθήνας. (Ας σημειωθεί ότι για τη δήλωση των γλωσσικών ιδιωμάτων πλάστηκε, τα νεότερα χρόνια και υπό το κλίμα τής απόδοσης των λόγιων όρων στη δημοτική, και ο όρος ντοπιολαλιά). Αντίθετη προς τις διαλέκτους και τα ιδιώματα είναι η κοινόλεκτος (ενν. γλώσσα) ή κοινολεκτούμενη, δηλ. η κοινή γλώσσα που μιλιέται σε μια χώρα από όλους (συμπεριλαμβανομένων, κατά κανόνα, και αυτών που μιλούν διαλεκτικά και ιδιωματικά). Ως ιδιόλεκτος χαρακτηρίζεται από τους γλωσσολόγους ο τρόπος (γνώση και πράξη) με τον οποίο χρησιμοποιεί ο καθένας τη γλώσσα. Τέλος, ως κοινωνιόλεκτος χαρακτηρίζεται η διαφοροποιημένη χρήση τής γλώσσας κατά κοινωνικές ομάδες (ομιλία των νέων, των στρατιωτών, των φοιτητών, τής Αριστεράς, των πολιτικών νεολαιών κ.τ.ό.). Συχνά για τις κοινωνιολέκτους χρησιμοποιείται ο όρος συνθηματική γλώσσα ή αργκό.
 
Top