metafrasi banner

drunk and drunkenness

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Πάμε για τα συνώνυμα του μεθυσμένος/μεθύσι και των σχετικών καταστάσεων;

Στο Lexigram βρίσκουμε:
πιωμένος, σουρωμένος, παραπιωμένος, σκνίπα, σταφίδα, φέσι, τάβλα, τύφλα, στουπί, λιώμα, πίτα.
Μέθη, σούρωμα, κραιπάλη, βακχικό όργιο.

Κοιτάξτε τώρα τι έχω στον υπότιτλό μου.
Lit, squiffy, oiled, lubricated, owled, edged, jingled, piffed, piped, sloppy, woozy, happy, boiled, bent, sprung, scrooched,
jazzed, jagged, canned, corked, corned, potted, hooted, slopped, tanked, tight, full, wet, high, spifflicated, primed, organized,featured, pie-eyed, cock-eyed, wall-eyed, glassy-eyed, bleary-eyed, hoary-eyed, over the Bay, to have a head, to have the jumps, to have the shakes, to have the zings, to have the heeby-jeebies, to have the screaming-meemies, to have the whoops and jingles, and to burn like a low, blue flame.



Πάσα προσφορά δεκτή με ευχαριστίες εκ των προτέρων.
 
Κόκαλο, αλοιφή, κομμάτια, [προσοχή, θα ρίξω το επίπεδο :D] κώλος, κωλοτρυπίδα [/με το μπαρδόν :o], κουρούπελο, γκολ. Κάτσε να το σκεφτώ λίγο ακόμα.
Επισκέφτηκα και το σλανγκ.γκρ, και βρήκα ότι έχει και τα παρακάτω στο λήμμα λιάρδα:
Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκλάβα, γκολ, γιάμπαλο, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κάκα, κλασμένος, κόκαλο, κομμάτια, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιώμα, μανουάλι, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούρνα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
 
Λιάρδα. Θα πω να μπει και στο lexigram.

Ναι, καλά...
 
Ξέχασα το «ντέφι». Βρήκα και στο βικιλεξικό πολλά συνώνυμα, αλλά πολλά από αυτά δεν τα έχω ξανακούσει ως συνώνυμα του «μεθυσμένος», π.χ. το παπόρι (εγώ το ήξερα για «θυμωμένος», συμφωνεί και το ΛΚΝ).
 
9248477298_499c05e0db_o.jpg
9248476554_9f4c678279_o.jpg


9245695867_30e1e4dfd6_o.jpg



Heeby Jeebies* - Little Richard


9245696137_938dd93c5c_o.jpg



* Heebie-jeebies or heebie jeebies is an American English idiom used to describe depression or anxiety. This can be as an after-effect of excessive alcohol intake (see Delirium tremens) or to describe a particular type of anxiety usually related to a certain person or place. For example, "He gives me the heebie jeebies", meaning "He makes me uncomfortably nervous". It can also refer to a particular form of intense apprehension, verging on horror, that is associated with opiate withdrawal.

The sound of this term seems to hark back to earlier rhyming phrases, like hocus-pocus and mumbo-jumbo, with a touch of the jitters thrown in. The meaning is more like the British term - the screaming abdabs.
 
...
Αν κάνουμε γκάλοπ, απ' όλα αυτά έχω ακούσει (και πει, μερικά) για το μεθύσι τα εξής:

αλοιφή, γκλάβα, γκολ, γιάμπαλο, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κάκα, κλασμένος, κόκαλο, κομμάτια, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιώμα, μανουάλι, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούρνα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
http://www.slang.gr/lemma/show/liarda_552

κουτούκι, κρασωμένος, μούσκεμα, παπόρι, βαπόρι, πιωμένος, σκνίπα, σταφίδα, στουπί, τέζα, τύφλα, φέσι, αλφάδι, αρκούδα, κλασμένος, χεσμένος, κλάπα, καΐλας, φλάπα, καδρόνι, αλοιφή, σφουγγάρι, στουπί, σανίδα, ζάντα, θειάφι, γκολ, τζάρα, λιώμα, λιάρδα*, κομμάτια, κωλοτρυπίδα, λατέρνα, λιατήρι, κουνουπίδι, σούπα, στουφλέκα, λάσπη, χώμα, τούμπανο, χυμένος, αόρατος, καμένος, καημένος, λύκος.
http://el.wiktionary.org/wiki/μεθυσμένος

* και λιάδα, αλλά το ρ του δίνει μια έξτρα σλανγκιά και ηχηρότητα, ιδίως τραβηγμένο, λιάρρρρδα. :laugh:
Στατιστικά στην ουσία πέτσινα για τέτοια λέξη, αλλά ο γκούγκλης δίνει 5 «έγινα λιάδα» και 24 «έγινα λιάρδα».

Με διαβαθμίσεις και εξειδικεύσεις στη χρήση, αλλά τέτοιο πίθο δεν ανοίγω τώρα.


Α, ναι, και την κυρα-Γιάννα, την νταμιτζάνα, κυρίως για τον πότη γενικά, αλλά και για τον λιωμένο περιστασιακά.
Και διαλεκτικά το κρούπι ή κουρούπι (αγγείο, ολόκληρο ή σπασμένο) και παλιότερα το κρασοβάρελο ή κρασοβαρέλα, από τη Λέσχη των Βαρελοφρόνων:

 
Στην εισαγωγή του στο Mortal Causes ο Ίαν Ράνκιν δίνει και τα παρακάτω σκοτσέζικα: stocious, stotting, guttered, steaming, steamboats, wellied, hoolit, mortal.
 
Είπα να προσθέσω και τα ακόλουθα αυστραλέζικα συνώνυμα....έτσι για να υπάρχουν. Έχουμε λοιπόν και λέμε:

Absolutely/totally blind, blind, blind mullet, chockers, drunk as a skunk, full, full as a boot, full as a goog, gutted, he's got a gutful of piss, he's got the wobbly boot on, legless, maggoted, off his face, off ya scone, off ya tits, out of it, para, paralytic, pissed, pissed as a newt, pissed off his head, pissed as a parrot, plastered, rolling drunk, rotten, shit faced, slaughtered, smashed, spiffed.
 
Καλημέρα

Απ' όσα ελληνικά έχουν αναφερθεί οι δικές μου γνώσεις περιορίζονται στα παρακάτω. Στα υπόλοιπα υπερισχύουν άλλες σημασίες, π.χ. δεν θα έβαζα κάποιον να λέει «φέτα» (slang.gr, σημ. 7) μια μεθυσμένη κοπέλα.


αλοιφή
γκολ
κομμάτια
κουνουπίδι
λάσπη
λιάδα, λιάρδα
λιώμα
ντέφι
ντίρλα
πίτα
πιωμένος
σανίδα
σκνίπα
σούπα
σουρωμένος
σταφίδα
στουπί
τάβλα
τάπα
τέζα
τύφλα
φέσι
χώμα
 
Να καταθέσω ότι έχετε παραβλέψει το γενιές τώρα διαδεδομένο "έγινα/γίναμε λιάκατα"
(εκτός κι αν παρέβλεψα εγώ τη μη παράβλεψή του).

Επιβεβαιώνω επίσης πως το "τούρνα" φοριέται αρκετά, ενώ το αρκετά δημοφιλές κατά τα πρώτα χρόνια της χιλιετίας "ζάντα" μοιάζει να μην αντέχει στο χρόνο.
 
Διαδεδομένο είναι το «λιάδα». Το «λιάκατα» δεν το είχα ξανακούσει, αλλά το Google δεν πιστοποιεί διάδοση, οπότε δεν ανησυχώ. :)
 
Το «τίνγκα» ή «ντίνκα» («τίνγκα στο μεθύσ», «τίνγκα μεθυσμένος») είναι το πιο σύνηθες στο χωριό μου.
Και το «κουδούνα».
 
Back
Top