metafrasi banner

contaminating fluids

Συμφωνώ όσον αφορά τα μολυσματικά υγρά. Σωστό μεν, αλλά παραπέμπει αλλού. Πιστεύω ότι προς το παρόν θα μείνω με υγροί ρυπαντές/μολυντές.
 

nickel

Administrator
Staff member
Στο πλαίσιο της θεωρίας (πρόβλεψης, μάλλον) που ανέπτυξα παραπάνω και την αρχική μου υποστήριξη για τους μολυντές, αν είναι να γυρίσουμε σε επίθετο φρονώ ότι θα υποστηρίξω το επίθετο μολυντικός. Είναι πιο κοντά στο μολύνω και τους μολυντές και δεν συνοδεύεται από την ιστορία του μολυσματικός. Στα λεξικά δεν θα το βρείτε (υπάρχει μόνο στο Αντίστροφο), αλλά υπάρχουν ήδη κάποιοι τολμηροί:

μολυντικές ουσίες (μεταφράζουν το contaminants, αν δεν κάνω λάθος)
μολυντικός (διάφορες πτώσεις, 400 σελίδες προς το παρόν)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Όπως είπε πιο πάνω κι ο Νίκος, από τη στιγμή που στο κείμενο μνημονεύεται μία συγκεκριμένη προδιαγραφή προέχει για λόγους ορολογικής συνέπειας να χρησιμοποιηθεί η ίδια απόδοση με το κείμενο της προδιαγραφής. Εγώ αγνοοώ πώς αναφέρεται στην ΕΛΟΤ EN 60721.03.05 Ε2, αλλά όποιος την έχει μπορεί να κοιτάξει και να μας πει. :)
 
Ξυπνάω το νήμα από τη νάρκη, επειδή ασχολήθηκα αρκετά με τη ρύπανση και τη μόλυνση αυτές τις ημέρες και αναγκαστικά κατέληξα σε μια αντιστοιχία:

pollution > ρύπανση
pollutant > ρύπος
polluter > ρυπαντής
contamination > μόλυνση
contaminant > μολυντική ουσία (συμφωνώ δηλαδή με τον Νικ στο #22 παραπάνω) (υπάρχει και ο «μολυντής», αλλά αφενός δεν μου αρέσει και αφετέρου θα το κρατούσα για το contaminator αν το συναντούσα πουθενά)
contagion > μετάδοση μολυσματικού παράγοντα
contagious > μολυσματικός
infection > λοίμωξη
infectious > λοιμογόνος/λοιμώδης

Σχόλια, διαφωνίες;
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Σχόλια, διαφωνίες;
..., σχετικά νήματα;

Σχετικά νήματα και ποστ:

Environment & Ecology > Περιβάλλον και Οικολογία [EN > EL]
pollutant = ρύπος (the dumping of chemical pollutants in the world’s oceans, chemical pollutants = χημικοί ρύποι)
polluter = ρυπαντής (The polluter will pay compensation to the farmers whose land they have polluted.)

Γλωσσάρι οικολογικών όρων (chem.uoa.gr):
pollutant = ρύπος (ουσία που προκαλεί ρύπανση)
polluters = ρυπαντές (πηγές ρύπανσης, αυτοί που εκλύουν ρύπους)
pollution = ρύπανση (για την ρύπανση του περιβάλλοντος από παθογόνους μικροοργανισμούς πρέπει να χρησιμοποιείται η λέξη μόλυνση)

contamination = επιμόλυνση (παθογόνοι μικροοργανισμοί, συγχέεται με την λέξη infection)

ID
λοιμωξιολόγος = infectious disease specialist, ID specialist
infectious mononucleosis = λοιμώδης μονοπυρήνωση
food-borne infection = τροφογενής λοίμωξη


Επίσης, άσχετο μεν, όμοιο δε, άγος: pollution και το κυλώνειο άγος: Cylon's pollution, και μερικά ρυποευφημιστικά:

Fugitive emissions:| Pollution that is released from equipment leaks. These days, often used in the context of the methane releases from natural gas infrastructure.
Particulates: | A fancy word for dust, soot, and any other small particles that lead to air pollution.
Routine exceedances: | Refers to an industrial plant’s regular violation of clean air or water standards. “Persistent pollution” would be more to the point.
 
Ξυπνάω το νήμα από τη νάρκη, επειδή ασχολήθηκα αρκετά με τη ρύπανση και τη μόλυνση αυτές τις ημέρες και αναγκαστικά κατέληξα σε μια αντιστοιχία:

pollution > ρύπανση
pollutant > ρύπος
polluter > ρυπαντής
contamination > μόλυνση
contaminant > μολυντική ουσία (συμφωνώ δηλαδή με τον Νικ στο #22 παραπάνω) (υπάρχει και ο «μολυντής», αλλά αφενός δεν μου αρέσει και αφετέρου θα το κρατούσα για το contaminator αν το συναντούσα πουθενά)
contagion > μετάδοση μολυσματικού παράγοντα
contagious > μολυσματικός
infection > λοίμωξη
infectious > λοιμογόνος/λοιμώδης

Σχόλια, διαφωνίες;
Και πέρασαν χρόνια και χρόνια (και μια πανδημία), και αναθεώρησα τον κατάλογο αυτόν.

Πρώτα πρώτα το contaminant: προσωπικά προτιμώ τώρα την απόδοση «μολύνουσα ουσία», αλλά δυστυχώς χρησιμοποιείται πολύ και η «πρόσμειξη» (που κανονικά αντιστοιχεί στο admixture) και η «επιμολύνουσα ουσία» ή «επιμολυντής».
(Παρένθεση: κατά τη γνώμη μου, η «επιμόλυνση» θα έπρεπε να αποδίδει το superinfection και όχι το contamination.)

Το infection, τώρα, είναι ευρύτερο από το ελληνικό «λοίμωξη» και κάποτε πρέπει να αποδίδεται «μόλυνση». Όσο για τη διαφοροποίηση από το contamination, ο καθηγητής κ. Τριχόπουλος, στην Επιδημιολογία του, χρησιμοποιεί τον όρο «μίανση» - που όμως δεν έχει φαίνεται να έχει καθιερωθεί ευρύτερα.
 

pontios

Well-known member
Δεν ξέρω αν ταιριάζει η «μολύνουσα ουσία» με τους παρακάτω ορισμούς του contaminant; (νομίζω η «μολύνουσα ουσία» πέφτει πιο κοντά στο "polluting substance"?)

Contamination is simply the presence of a substance where it should not be or at concentrations above background. Pollution is contamination that results in or can result in adverse biological effects to resident communities.

All pollutants are contaminants, but not all contaminants are pollutants.

Contaminants are traces of substances that have found their way into the product unintentionally and, again, in infinitesimal quantities. Unlike an impurity, contaminants are not naturally present in the raw materials that make up the product.

So, (in my words):
A contaminant is an extrinsic/foreign impurity - it is an impurity that is not naturally present and has found its way into a product, or system - in quantities that do not necessarily cause harm to living organisms or to the environment.
 
Last edited:
Πράγματι, υπάρχει μια αλληλοεπικάλυψη μεταξύ μόλυνσης και ρύπανσης στα ελληνικά. Όταν όμως μιλάμε για την είσοδο ξένων ουσιών π.χ. σε δείγματα ή σε τρόφιμα, λέμε ότι το δείγμα «μολύνθηκε» (ή «μιάνθηκε» με την ορολογία του Τριχόπουλου). Γι' αυτό προτιμώ το «μολύνουσα ουσία» αντί του «ρύπος» σ' αυτές τις περιπτώσεις.
 
Top