ψαρώνω

nickel

Administrator
Staff member
Από τη σημερινή στήλη του Σταύρου Λυγερού:

Η Ελλάδα έχει τεθεί σε καθεστώς κηδεμονίας, αλλά είναι αλήθεια ότι ορισμένοι υπουργοί το παρακάνουν. Συμπεριφέρονται ενώπιον των υπαλλήλων του ΔΝΤ και της Ευρωζώνης (κατά Πάγκαλο «φον Φούφουτοι») σαν «ψαρωμένοι» τμηματάρχες. Η εν λόγω συμπεριφορά, όμως, δεν έπρεπε να εκπλήσσει τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης. Ο ίδιος γνωρίζει από πρώτο χέρι τον χαμαιλεοντισμό του πολιτικού συστήματος. Πολιτικοί που εξέθρεψαν την κλεπτοκρατία, τη διαπλοκή, τη σπατάλη, τον παρασιτισμό και την ατιμωρησία μετατράπηκαν ταχύτατα σε απολογητές και σημαιοφόρους του Μνημονίου. Νέες συνθήκες, νέα καθήκοντα, για να θυμηθούμε την κομμουνιστική ορολογία!

Βέβαια, το απόσπασμα, αλλά και οι μέρες, περιέχουν και άλλες (μεταφραστικές) προκλήσεις: χαμαιλεοντισμός, διαπλοκή, παρασιτισμός και, πάνω απ' όλα, ο φούφουτος και οι φον Φούφουτοι. (Ο Πάγκαλος απαιτεί νήμα ολόκληρο, αντάξιο της πληθωρικότητάς του.)

Προς το παρόν, τι έχει το λεξικό Κοραής για ψαρώνω και ξεψαρώνω. Θα ακολουθήσει αργότερα περισσότερος προβληματισμός.

ψαρώνω ρ μ/αμ ψάρωσα αορ ψαρωμένος μτχ πρκμ

(λαϊκ) • προκαλώ σε κάποιον αίσθημα φόβου και ανησυχίας = to unsettle : Κατάφερε να με ψαρώσει και του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα! = He managed to unsettle me, and I revealed to him all my secrets!
(λαϊκ) • ξεγελιέμαι, τα χάνω = to worry, to lose it : Μην ψαρώνεις! Μην πιστεύεις ό,τι σου λένε. = Don't worry! You shouldn't believe everything you hear.

ξεψαρώνω ρ αμ

(προφ) • ανακτώ το θάρρος μου = to regain courage : Ακόμη δεν ήρθαν στη μονάδα οι νέοι, ξεψάρωσαν και ζητάνε άδεια. = The new recruits have only just arrived at the unit and they've regained the courage to ask for leave!
 

daeman

Administrator
Staff member
To intimidate δεν θα ταίριαζε στο ψαρώνω, τουλάχιστον για την πρώτη σημασία που αναφέρεις (όπως στη χρήση του σε φανταρίστικο περιβάλλον);
 

nickel

Administrator
Staff member
Ναι, με την ευκαιρία, να πιάσουμε και το ψαρωτικός = intimidating.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Να προσθέσουμε και το ξεψάρωτος, αντώνυμο του ψαρωμένος.
 

nickel

Administrator
Staff member
Να προσθέσουμε —σε μια κίνηση προς την αφετηρία, το ψάρι— τον ψάρακα, την ψαρούκλα και, κυρίως, τον ψάρακλα, τον οποίο (τον τελευταίο) αγνοούν τα λεξικά.

Έχω να προτείνω τα γνωστά:
tenderfoot, greenhorn, rookie, raw recruit, total beginner.
 
Top