συμπολίτης = fellow townsman | fellow citizen

nickel

Administrator
Staff member
Επίσης, κάποια στιγμή, θα έπρεπε -πιστεύω- να σχολιάσουμε και τη χρήση της λέξης "συμπολίτης" με την έννοια του συμπατριώτη.
*Απεξανέκαθεν (σικ!) θυμάμαι τη λέξη συμπολίτης να σημαίνει αυτόν που κατάγεται ή/και ζει στην ίδια πόλη μ' αυτόν που μιλάει. Εδώ και κάμποσο καιρό, προφανώς παρασυρμένοι από το fellow citizen των αμερικανοσπουδαγμένων, έχουν αρχίσει και οι Έλληνες (κυρίως πολιτικοί και δημοσιογράφοι) να τη χρησιμοποιούν υπονοώντας τον συν+πολίτη, δηλαδή τον πολίτη της ίδιας χώρας, δηλαδή τον συμπατριώτη.
Τη χάσαμε τη λέξη, πατριώτηηη...

Καλά τα λες. Ενώ τα ελληνικά λεξικά γράφουν ότι ο συμπολίτης είναι από την ίδια πόλη, τα αγγλικά λένε ότι ο fellow citizen είναι «a citizen of the same state as the person speaking, writing, or being referred to», τα ελληνοαγγλικά λεξικά δίνουν συνήθως το fellow citizen σαν απόδοση για τον συμπολίτη (Κοραής: συμπολίτης fellow citizen, compatriot, countryman - Είμαστε συμπολίτες, από την Κόρινθο. = We are compatriots from Corinth.) και στη χρήση διαπιστώνουμε ότι συχνά ο συμπολίτης είναι ο πολίτης της ίδιας χώρας (π.χ. Χιλιάδες συμπολίτες μας καταθέτουν τις πινακίδες).

Fellow townsman όταν θέλουμε να ακριβολογούμε. Θα προτείνει και το fellow burgher η SBE.

Με την ευκαιρία, το πανέμορφο ξεκίνημα από το Fellow Townsmen (από τις Ιστορίες του Γουέσεξ του Τόμας Χάρντι):
The shepherd on the east hill could shout out lambing intelligence to the shepherd on the west hill, over the intervening town chimneys, without great inconvenience to his voice, so nearly did the steep pastures encroach upon the burghers' backyards.
 

cougr

¥
Για τους πολίτες της ίδιας πόλης, συχνά χρησιμοποιείται και ο όρος «co-citizen».

Socrates was primarily concerned to enlighten his co-citizen, the citizen of democratic Athens.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ωραία. Και με την ευκαιρία που έβαλες την πόλη, να προσθέσω ότι βεβαίως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ανενδοίαστα το citizen όταν ακολουθεί το όνομα της πόλης, π.χ. citizens of Athens, fellow citizens of London.
 
Top