στρατόκαυλος

nickel

Administrator
Staff member
Στρατόκαυλος είναι κάποιος που έχει πώρωση με τον στρατό, τα στρατιωτικά σύμβολα και τη στρατιωτική πειθαρχία.

Λέξη της αργκό από στρατός + καύλα «έντονη επιθυμία» στη θέση πιο συνηθισμένων συνθετικών όπως -λάγνος ή -μανής. Θα βρείτε τη λέξη στο slang.gr, αλλά όχι στα κύρια λεξικά, όπου όμως θα βρείτε τον στρατοκράτη, συνώνυμο του μιλιταριστή.

Δεν μπορώ να σκεφτώ αντίστοιχη αγγλική ή αμερικάνικη λέξη. Εκτός από τον jingoist, που είναι ο ακραίος εθνικιστής, ο υπερπατριώτης, και του μοιάζει μόνο στη φανατίλα, τα υπόλοιπα που έχω σκεφτεί είναι φράσεις με το militaristic, π.χ. militaristic maniac. Αν έχετε κάτι πρόχειρο, το αφήνετε καθώς περνάτε, ναι;
 
Μου φαίνεται περίεργο που αφήνεις ασχολίαστο το ότι υπάρχουν και χιλιάδες στρατόκαβλος. :)
 
από google...makes warhawk lovers look like a bunch of pussies. i my self am a warhawk freak!

επίσης, martialist freak/maniac, if pun on martial arts is needed. Κανένα σεξουαλικό υπονοούμενο, για να πλησιάσουμε το ελληνικό στο ύφος;
 
και αν μας ρωτήσει ένας ξένος, τί κυριολεκτικά σημαίνει "stratokavlos", μπορούμε να πούμε "army-stiffy"?
 
Μου φαίνεται περίεργο που αφήνεις ασχολίαστο το ότι υπάρχουν και χιλιάδες στρατόκαβλος. :)

Καύλα ή κάβλα; Μάλλον το πρώτο, από το αρχαίο καυλός.

καυλός = 1. το μέρος του φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της γης | 2. (ειδικότ.) τα τρυφερά και νέα κλωνάρια ενός φυτού | 3. το καυλί (βλ. λ.). Η σημ. "πέος" είναι ήδη αρχαία. (ΛΝΕΓ)​

Από τη λέξη αυτή και τα : καυλίον > καυλί, καύλα (η στύση) και καυλιάρης.

Αλλά εκεί που χάνεται η ετυμολογική διαφάνεια θα μπορούσε να γράφεται και με "β".

Όπως ακριβώς με το άσχετο, αλλά με δυνητικά παραπλήσιο συνειρμό : μουρόχαβλος (αργκ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από διανοητική κυρίως νωθρότητα, ο χαζός (ΛΝΕΓ).
 
Μπορώ να ομολογήσω ότι δεν πήγε καθόλου το μυαλό μου στον *στρατόκαβλο, επειδή δεν θα πήγαινε το χέρι μου.

Τώρα, από προτάσεις μάζεψα πολλές. Μου αρέσει το army-barmy για τον ήχο του, τα army freak, army nut κ.τ.ό. του cougr, αλλά νομίζω ότι ερωτεύτηκα το khaki-brained. (So close to shit-brained, in more than one way.)
 
Και χωρίς πολλά ευρήματα, αλλά καθ' όλα έγκυρο: militarist prick. :)
 
Καύλα ή κάβλα; Μάλλον το πρώτο, από το αρχαίο καυλός.
Μα δεν αμφισβητεί κανείς το πώς γράφονται σωστά τα παράγωγα της καύλας, δηλ. με ύψιλον. Εκείνο που ήθελα να αναδείξω (κι ομολογεί ο Νίκελ πως δεν το είχε φανταστεί) είναι ότι η γραφή με βήτα είναι συνηθέστατη.
 
Εκείνο που ήθελα να κάνω εγώ, Ζάζουλα, ήταν να διευρύνω τη συζήτηση. Ότι όπου έχει χαθεί η ετυμολογική διαφάνεια επιλέγουμε το βήτα. (Γι΄αυτό θυμήθηκα τον μουρόχαβλο). Ίσως αξίζει μια συζήτηση επ' αυτού.
 
Το ίδιο πιστεύω κι εγώ — και νομίζω πως αυτό είναι και το βασικό επιχείρημα της θέσης που υποστηρίζει τις απλογραφημένες ορθογραφήσεις τύπου αγόρι κλπ. (Παρεμπ, το ΛΝΕΓ δίνει —ως ανεμένετο— μουρόχαυλος.)
 
(Παρεμπ, το ΛΝΕΓ δίνει —ως ανεμένετο— μουρόχαυλος.)

Όχι γιατί έχει αδιαφανή σχέση με τον καυλό, αλλά επειδή έχει πιθανή σχέση με κάποιον ανύπαρκτο μωρόχαυνο!

Στο διαδίκτυο τα ευρήματα σε αναλογία 244:8.
 
Νίκελ, ούτε ο Εάριων ούτε 'γώ είπαμε πως ο μουρόχαβλος σχετίζεται με το καυλός. Είπαμε ότι εκεί το ετυμολογικώς ορθό -αυ- επειδή είναι αδιαφανές πλέον απλογραφήθηκε σε -αβ-, οπότε λογικά πολλά από τα βήτα και στη γραφή των -καυλ-/-καβλ-/-γκαβλ- έτσι δικαιολογούνται.
 
Μου πήρε λίγο χρόνο να το ελέγξω, αλλά τώρα έχω την πλήρη εικόνα: Στην πρώτη έκδοση του ΛΝΕΓ (1998) που συμβουλεύτηκα πριν γράψω το #9 είναι με βήτα: μουρόχαβλος, αγνώστου ετύμου. Στο Ετυμολογικό (έκδ. 2010) έχει αλλάξει η άποψη:

μουρόχαυλος , πιθ. < μωρό-χαυνος (με τροπή /ο/ > /u/ λόγω του χειλικού /m/ και μερική αφομοίωση εξ αποστάσεως /r/--/vn/ > /r/ -- /vl/) < αρχ. μωρός + χαύνος


Εσύ Ζάζουλα κοίταξες την έκδοση ΛΝΕΓ του 2012;
 
Καύλα ή κάβλα; Μάλλον το πρώτο, από το αρχαίο καυλός.
καυλός = 1. το μέρος του φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια της γης | 2. (ειδικότ.) τα τρυφερά και νέα κλωνάρια ενός φυτού | 3. το καυλί (βλ. λ.). Η σημ. "πέος" είναι ήδη αρχαία. (ΛΝΕΓ)​

Από τη λέξη αυτή και τα : καυλίον > καυλί, καύλα (η στύση) και καυλιάρης.
Βλ. κ. http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?15383-caulescent-acaulescent-subcaulescent
 
Back
Top