Μωρέ does not mean baby in any context and it does not have the same meaning as μωρή. Μωρή can be insulting and it is generally used in a negative way.
My suggestion is to:
a. never use any of these with anyone you are not familiar with.
b. Never use the word μωρή
c. observe how people use them in phrases and use those stock phrases, don't try to create your own.
When at the start of a phrase, like ρε μαλάκα, ρε φίλε etc, ρε is used to draw the attention of the person being addressed. Similar to "hey, you!".
Τί λες μωρή ηλίθια; is a very rude comment about a (female) speaker. Similarly, τι λες βρε ζώον; is a very rude comment about someone who talks nonsense (any gender). But the chances of having to use these phrases are very limited.
I remember once on a old style bus in London, the type that were open at the back and you could hear the noise from the street, iwhile going past Oxford Street, someone calling someone else: έλα 'δω, βρε ζώον. The good old days, when Greece's elites were visiting London for their Christmas shopping (in case it is not clear, I am being sarcastic).
On the other hand, an exasperated parent can tell a group of noisy children: αμάν, βρε παιδια, μας ζαλίσατε.
And of course, βρε, βρε, σαν τα χιόνια! (for someone who appears unexpectedly, they arrive like the snow= infrequently)
Here are the dictionary definitions (from
πύλη για την ελληνική γλώσσα), with several stock phrases:
ρε [ré] επιφ. κλητικό
: συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση· ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής χρησιμοποιείται:
α. (λαϊκ., προφ.) για να δηλώσει έντονη αγανάκτηση, συχνά σε φράσεις ή προτάσεις με υβριστικό περιεχόμενο: ~
γάιδαρε! ~
απατεώνα! ~
βλάκες! ~
συ! ~
, άντε άσε με ήσυχο. ~
, άντε φύγετε από δω. β. (οικ.) με κλητική πτώση σε προσφώνηση· (πρβ.
βρε, μωρέ): ~
παιδιά, εγώ λέω να πάμε για φαγητό. Mη στεναχωριέσαι ~
· εγώ θα σε βοηθήσω. ~
σεις, έτσι θα φύγετε, χωρίς να σας κεράσω! || (ως απλό προτακτικό σε φράσεις που δηλώνουν θαυμασμό): ~
τι γίνεται στον κόσμο! Ε ~
τι πάθαμε!
βρε [vré] επιφ. κλητικό : συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση και εκφράζει ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής ποικίλα συναισθήματα· μωρέ· (πρβ. ρε): 1α. χαρά, ξάφνιασμα: ~ τι έκπληξη ήταν αυτή! Xρόνια σου πολλά ~! Άντε ~, αλήθεια, σοβαρά; β. συχνά με διπλή ή τριπλή επανάληψη: ~ ~ ~, σαν τα χιόνια! ~ ~ ~ καλώς τους. 2. ανησυχία, ήπια αγανάκτηση: Έλα ~ παιδί μου, πρόσεχε / μην αργείς! Γιατί ~ παιδιά κάνετε τόσο θόρυβο; Επιτέλους ~ παιδιά. Aμάν ~ παιδιά. ΦΡ ~ καλέ μου, ~ χρυσέ μου, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής αφηγείται τις μάταιες προσπάθειες που έκανε για να μεταπείσει κπ. 3. (υβρ.) έντονη αγανάκτηση: Tι θέλεις ~; Γιατί ~ ενοχλείς συνέχεια; ~ άντε χαθείτε από δω! 4. σε παράκληση: Έλα ~ μαζί μας! Έλα ~ βοήθησέ μας. Kάνε μας ~ το χατίρι, σε παρακαλώ! 5. με κλητική πτώση σε προσφώνηση: Tι κάνετε ~ εσείς εκεί κάτω;