ξηλώνω

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Όπως λέμε, «ξηλώνω τους υπεύθυνους», με την έννοια της καθαίρεσης, δηλαδή.
Η πρότασή μου είναι σε αυτό το ύφος, δηλαδή κάτι σαν «Ο διευθυντής ξήλωσε τους υπεύθυνους για το πρόβλημα».
 
Last edited by a moderator:
Θα συμφωνούσα με το (2), ότι, για αντίστοιχο ρέτζιστερ, ας αρχίσουμε από ένα απλό fire.
 
Θέλω κάτι πιο σλανγκ και επίσης δε θέλω τη λέξη που χρησιμοποιούμε για στρατιωτικούς αλλά για στελέχη εταιρείας και βάλε και δυο πρίγκιπες να 'χουμε...
Έντιτ: τι πάει να πει (2), ω μέγα Νικ-Ελ; Επίσης, καλό το fire προς το παρόν.
 
Σημαίνει το δεύτερο σκέλος (της πρότασης) του δόκτορα.

Ορίστε βρετανικά παραδείγματα με το sack.
 
Για να βρίσκεται - αν και δεν το θεωρώ κατάλληλο για τη συγκεκριμένη πρόταση που θέλει κάτι πιο έντονο, όπως το sack - προσθέτω και το αμερικανικό give someone the pink slip.


Το οποίο έχει κι άλλες δύο σημασίες (αντιγράφω από εδώ):
  1. (U.S.) the title for an automobile (source is most likely from California, where the title is printed on a smaller index-card sized piece of pink paper, as opposed to most other states where the title is typically a full-size 8 1/2" x 11" sheet, usually printed on blue or blue-green paper with borders, similar to a stock certificate)
  2. (New South Wales) an automobile roadworthiness inspection certificate
Σ' εμάς, βέβαια, ροζ είναι η άδεια οδήγησης (το "δίπλωμα").
 
Αργά, είναι πια αργά...
Το αντιλαμβάνομαι, απλώς είπα να τα παραθέσω έτσι για να βρίσκονται.?

oust, unseat

Υπό την έννοια του "υποβιβάζω": demote, relegate

Σε πιο φλύαρες διατυπώσεις:
give the boot*
boot from office/a highly paid job etc.
boot out of office etc.**
force out of office etc.
remove from office etc.

π.χ.
*After an internal investigation, the leader of the section was given the boot.
** The chief commissioner was booted out of office/his highly paid position.
 
Βεβαίως και λέγεται. Θαρρώ η γραφή με το "e"- δλδ. axe, είναι πολύ πιο διαδεδομένη.

Μου θύμισες (σε άλλο ρέτζιστερ βέβαια) και το "got the ass" που λέμε και στο χωριό μου - δλδ. την Αυστραλία. :D


Π.χ. I got the ass, He was given the ass κ.ο.κ.
 
Back
Top