κυλισιοτριβέας

skol

Active member
Είναι το γνωστό μας ρουλεμάν. Το έμαθα με αφορμή τη συζήτηση σε ένα πρόσφατο νήμα και μου γεννήθηκαν κάποια ερωτήματα. Τα καταθέτω:
Ο καθιερωμένος ελληνογενής όρος για το ρουλεμάν, και ο πιο συχνά χρησιμοποιούμενος στη σχετική βιβλιογραφία, είναι το "έδρανο κύλισης". Γιατί αντί για αυτό επιλέχθηκε ο "κυλισιοτριβέας" στο ΛΝΕΓ;
Γιατί δεν δίνεται στο λεξικό κάποιος αντίστοιχος όρος για το κουζινέτο (έδρανο ολίσθησης), παρά μόνο μια γενική περιγραφή;
Ποιος έφτιαξε αυτόν τον όρο; Αν ήταν κάποιος μηχανικός δεν θα έφτιαχνε και τον αντίστοιχο όρο για το αδερφάκι του ρουλεμάν, το κουζινέτο; Υπάρχει *ολισθησιοτριβέας;
 

skol

Active member
Ο σφαιροτριβέας βλέπω είναι αρκετά παλιός, τον έχει το λεξικό του Ηπίτη
 
Δεν μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα, αλλά γενικά το ΛΝΕΓ δεν έχει ειδική τεχνική ορολογία, ούτε είναι ιδιαίτερα αξιόπιστο σ' αυτή.
 

skol

Active member
Δεν μπορώ να απαντήσω στο ερώτημα, αλλά γενικά το ΛΝΕΓ δεν έχει ειδική τεχνική ορολογία
Το καταλαβαίνω αυτό, εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι οι διακρίσεις: σε μερικά λήμματα δίνεται ειδική ορολογία και σε κάποια άλλα όχι, και εκεί που δίνεται μάλλον δεν είναι η καθιερωμένη (ή η πιο διαδεδομένη).

Κάποια επιπλέον ευρήματα από τον Ηπίτη:
Ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει (ακόμα;) το ρουλεμάν, υπάρχει το κουζινέτο, στο λήμμα του τριβέα.
τριβεύς, έως, ο [ατμομηχ.], cousinnet (m.) (d'une machine) ή άναπαυστήριον μηχανήματος τινός, κοινώς κουζινέτο· κύλινδρος ή ήμικύλινδρος έκ ξύλου ή μετάλλου έφ' ού στρέφονται αι στροφάλιγγες μηχανήματος τινός

Επίσης η γνωστή μας τριβή κύλισης (κυλίσεως παλιότερα) αναφέρεται ως τριβή κυλινδήσεως (απόδοση του frottement de roulement). Οπότε αν είχε φτιαχτεί τότε ο κυλισιοτριβέας θα ήταν μάλλον *κυλινδησιοτριβέας.

Σημειώνω επίσης ότι το ΛΝΕΓ έχει και το κουζινέτο και τον τριβέα αλλά δεν εμφανίζεται κανένα από τα δύο στο λήμμα του άλλου.
 

nickel

Administrator
Staff member
Για να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα στο δικό μου μυαλό. Στο λεξικό του Πάπυρου (υπό την επίβλεψη Μπαμπινιώτη), λήμμα τριβέας:
α) «τριβέας ολίσθησης» τεχνολ. ο κυλισιοτριβέας β) «ένσφαιρος τριβέας» — κυλισιοτριβέας που περιέχει μία ή δύο σειρές σφαιρών

Πάμε τώρα σε σύγκριση των λημμάτων bearing και έδρανο σε Wikipedia και Βικιπαίδεια:

Types
There are at least 6 common types of bearing, each of which operates on different principles:
1. Plain bearing, consisting of a shaft rotating in a hole. There are several specific styles: bushing, journal bearing, sleeve bearing, rifle bearing, composite bearing;
2. Rolling-element bearing, in which rolling elements placed between the turning and stationary races prevent sliding friction. There are two main types:
2a. Ball bearing, in which the rolling elements are spherical balls;
2b. Roller bearing, in which the rolling elements are cylindrical, taper or spherical rollers; [...]


Είδη Εδράνων
Υπάρχουν τουλάχιστον έξι γενικές κατηγορίες εδράνων:
1. Έδρανα τριβής (στην καθομιλουμένη ονομάζονται συχνά κουζινέτα) (plain bearings)
2. Έδρανα κύλισης ή, συνηθέστερα, ένσφαιροι τριβείς (ρουλεμάν) (rolling-element bearings) [...]

 

skol

Active member
Τελικά τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα από ότι είχα φανταστεί!
Θα προσπαθήσω να βοηθήσω λίγο στο ξεκαθάρισμα. Το έδρανο και ο τριβέας χρησιμοποιούνται περίπου ως συνώνυμα εδώ. Έτσι το ρουλεμάν (rolling bearing) εμφανίζεται κυρίως ως έδρανο κύλισης και σπανιότερα ως τριβέας κύλισης. Αντίστοιχα το κουζινέτο(plain bearing) κυρίως ως έδρανο ολίσθησης και σπανιότερα ως τριβέας ολίσθησης. Το έδρανο τριβής που έχει η Βικιπαίδεια για το κουζινέτο θα το θεωρούσα τελείως αδόκιμο παρότι βλέπω ότι έχει αρκετές εμφανίσεις στο γκουγκλ. Επίσης τον κυλισιοτριβέα θα τον θεωρούσα δόκιμο μόνο για το ρουλεμάν και όχι για το κουζινέτο -τα μπλέκει και εδώ ο Πάπυρος.
 

skol

Active member
Μη δίνεις σημασία, όλα στη σελίδα αυτή προέρχονται από αυτόματη (μηχανική) μετάφραση.
Πάλι καλά! Αν υπάρχει σύγχυση στα λεξικά, τι να σου κάνουν και τα μηχανάκια...
 

skol

Active member
Ένα μέρος της σύγχυσης πρέπει να οφείλεται και στην πληθωρική αγγλική ορολογία. Αντιγράφω την αρχή από το λήμμα του plain bearing στη Βικιπαίδεια
A plain bearing, or more commonly sliding bearing and slide bearing (in railroading sometimes called a solid bearing, journal bearing, or friction bearing)
Αν σε αυτά προσθέσουμε ότι εμείς έχουμε δύο όρους για το bearing (έδρανο, τριβέας) και μας αρέσει ενίοτε να φτιάχνουμε και σύνθετες λέξεις (κυλισιοτριβέας -μήπως έχουμε γερμανική επιρροή εδώ; πρβ. Wälzlager), τότε καταλαβαίνουμε ότι η σύγχυση είναι αναπόφευκτη.

Με λίγα λόγια, στην ορολογία του ρουλεμάν αποτυπώνεται η επιρροή τεσσάρων γλωσσών: αρχαίων(τριβεύς), γαλλικών, γερμανικών και αγγλικών!
 
Top