Ρήματα σε –άρω

Δηλαδή:

Αροζέ (arroser): ξαναχύνω ελαφρώς, ραντίζω, διαβρέχω επάνω στο κρέας τον χυμό ή το λίπος του.

Γλωσσάρι Μαγειρικής, Αλέξανδρος Γιώτης
Les Livres du Tourisme, Γ Έκδοση

Γλωσσάρι μαγειρικής
http://www.thefoodproject.gr/page.aspx?itemID=SPG14&ltr=218
 
Είπα να ρίξω μια ματιά στο λεξικό Πατάκη και πέτυχα το εξής «λήμμα του μήνα»:

στολκάρω [stolkáro]

[ΑΟΡ στόλκαρα και στολκάρισα (απρμ. (μόνο) στολκάρει)]

(κυρίως στη διαδικτυακή αργκό)

ΜΤΒ (+αιτ.)

Παρακολουθώ συνεχώς και με μανία τον λογαριασμό που έχει κάποιος σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης (φέισμπουκ, τουίτερ κτλ.), κυρίως επειδή έχω αισθηματικό ενδιαφέρον ή περιέργεια γι’ αυτόν κι επιθυμώ να μάθω πλήρως όλες τις κινήσεις του, τις επαφές του με άλλους, τις συνήθειές του κτλ.

Την είχε πατήσει άγρια μαζί της και περνούσε τον χρόνο του στολκάροντας το προφίλ της στο φέισμπουκ

Έχω μια κουτσομπόλα ξαδέλφη που μονίμως στολκάρει τον λογαριασμό μου στο τουίτερ
 
σπινάρω (όχι σπινιάρω) στη σημασία "κάνω spin doctoring"
(περί σπινάρω βλ. κ. https://lexilogia.gr/forum/showthread.php?9043)
attachment.php
 

Attachments

  • 37904234_10154900307573039_2671560780138151936_o.jpg
    37904234_10154900307573039_2671560780138151936_o.jpg
    64.2 KB · Views: 336
Σε κουμπιούτερσπικ και/ή μεταξύ γκέιμερς το «γκλιτσάρω» χρησιμοποιείται ως προσαρμογή στα ελληνικά του αγγλ. glitch κι έχει και την κυριολεκτική σημασία (= κολλάω, παθαίνω κάτι και δεν λειτουργώ ή αποδίδω σωστά) και με την αντίστοιχη μεταφορική. Συνήθως απαντά σε γ' πρόσωπο (γκλιτσάρει, γκλιτσάρουν). Έχει επιχειρηθεί από τους χρήστες της λέξης και λογοπαιγνιώδης συσχέτιση με τη λ. γκλίτσα.
 
Καλημέρα/Καλησπέρα

Δεν ξέρω αν κάνω καλά που την κάνω εδώ την ερώτηση… Βρήκα και το νήμα Γηράσκω αεί… κοκομπλοκαριζόμενος, μετά σκέφτηκα μήπως αξίζει ξέχωρο νήμα, αλλά τεσπα – μια χαρά χωράει εδώ θαρρώ:

Ξέρουμε από πότε κυκλοφορεί το μπλοκάρω;

Το βρίσκω σε γκουγκλοβιβλίο, σε παράθεμα χρονολογούμενο από το 1821, αν καταλαβαίνω σωστά, που ακόμα κι εκεί μοιάζει ήδη καθιερωμένο:

Διά τούτο ελπίζομεν εις την φιλογένειάν σας να προφθάσετε με όλας τας δυνάμεις σας και να μπλοκάρετε διά θαλάσσης κάθε μέρος.
Είναι λετζίτ αυτό, έτσι;
 
Καλημέρα/Καλησπέρα

Δεν ξέρω αν κάνω καλά που την κάνω εδώ την ερώτηση… Βρήκα και το νήμα Γηράσκω αεί… κοκομπλοκαριζόμενος, μετά σκέφτηκα μήπως αξίζει ξέχωρο νήμα, αλλά τεσπα – μια χαρά χωράει εδώ θαρρώ:

Ξέρουμε από πότε κυκλοφορεί το μπλοκάρω;

Από πότε δεν προλαβαίνω να ψάξω, αλλά με μια γρήγορη αναζήτηση στα γκουγκλοβιβλία βρίσκω τα «μπλοκάρει/μπλοκάρουν» σε κάμποσες γραπτές πηγές του 19ου αιώνα: στα Σπετσιώτικα (1861), στα Ναυτικά (1869), στον Ρωμηό του Σουρή (1897) κ.ά.

Για παράδειγμα, από τα Άσματα Κρητικά μετά Διστίχων και Παροιμιών (1869):

Screenshot 2025-09-08 183320.png


Λογικό μού φαίνεται, αφού προέρχεται από το ενετικό bloccar, και είχαμε δανειστεί πολλά τέτοια ρήματα από τα ενετικά εκείνη την εποχή (και προγενέστερες) και τα ιταλικά.
 
Back
Top