Ποιο ή ποιό από τα δυο ή δυό (ή δύο); Απαντήσεις σε ορθογραφικές απορίες

Δεν ξέρω αν είμαι στο σωστό θέμα βέβαια.
Αλλά ποιο είναι το σωστό;
Βούδας ή Βούδδας;
Εγώ το θυμάμαι με ένα δ, όμως σε ένα βιβλίο θρησκευτικών το είδα με 2 και απόρησα. Εσείς ποιο θεωρείτε σωστό; Ή είναι και τα 2 ορθά;
Η σχολική ορθογραφία είναι με ένα δέλτα: Βούδας, βουδισμός, βουδιστής. Έτσι θα το βρεις και στα λεξικά Μπαμπινιώτη, επίσης.
 
Η σχολική ορθογραφία είναι με ένα δέλτα: Βούδας, βουδισμός, βουδιστής. Έτσι θα το βρεις και στα λεξικά Μπαμπινιώτη, επίσης.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο το οποίο είναι Λυκείου το γράφει με 2. Και η θεολόγος σε μια φωτοτυπία που βρήκα το είχε γράψει όπως είπες, με ένα δ.
Απόρησα, γιατί εντάξει και οι καθηγητές άνθρωποι είναι και κάνουν λάθη, αλλά στο βιβλίο αυτό το διπλό δ επαναλαμβανόταν.
 
Αυτό το «το θυμάμαι με» πρέπει να το ξεχάσουμε σε σχέση με τις περισσότερες ξενόφερτες λέξεις αλλά και με πολλές από τις ντόπιες. Εδώ καθάρισε η απλοποίηση. Τόσο ο Βούδας όσο και όλα τα παράγωγά του (βουδισμός, βουδιστής, βουδιστικός, βουδικός) γράφονται πια με ένα -δ-, όπως και ο Κούδας. :-)
 
...
Επίσης και στο ΛΚΝ:

βούδας ο [vúδas] Ο2 : ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι απαθής, όπως ο Bούδας, ο ιδρυτής του βουδισμού: Tι κάθεσαι ατάραχος και με κοιτάζεις σαν ~;
[λόγ. < γαλλ. Bouddha -ς < σανσκρ. buddhah `φωτισμένος, Βούδας΄]

Τώρα Βούδας, παλιά *Βούδδας, άλλων Ιησούς κι Ιούδας...
 
πρότερος ή πρώτερος; πρότερος [ΙστΟρθ]
Από πρό + τερος και όχι από πρώτος.
το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου | στην προτέρα κατάσταση | εκ των προτέρων. Παραγ. η προτεραία, προτεραιότητα, προτέρημα.
 
μοιρολατρία ή μοιρολατρεία;
Μοιρολατρία, η [mirolatría] Ο25 : 1. φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την οποία όλα τα γεγονότα έχουν προκαθοριστεί αμετάκλητα από μια ανώτερη δύναμη· φαταλισμός. 2. η πεποίθηση ότι αυτό που ορίστηκε από τη μοίρα θα γίνει οπωσδήποτε, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση.
[λόγ. μοιρολάτρ(ης) -ία]
 
Κι ας πούμε ότι γενικά όλες οι σύνθετες σε -λατρία, επειδή προέρχονται από σύνθετο σε -λάτρης και όχι από ρήμα με δεύτερο συνθετικό το λατρεύω, γράφονται με -ι- και όχι -ει-. Μόνο η λατρεία βγαίνει από το λατρεύω. Αλλιώς:
ειδωλολάτρης > ειδωλολατρία
προσωπολάτρης > προσωπολατρία
φυσιολάτρης > φυσιολατρία
κ.ο.κ.
 
κονκάρδα, κογκάρδα ή κοκάρδα; κονκάρδα

Η γραφή κονκάρδα έχει επικρατήσει, με προφορά /koŋkárδa/. Σπάνια θα δεις σήμερα να γράφουν κογκάρδα ή θα ακούσεις να προφέρουν /koŋgárδa/ (κι ας υπάρχει ακόμα και στα νεότερα λεξικά — ΛΝΕΓ, ΛΚΝ, Ορθογραφικό και άλλα). Και δεν ξέρω κανέναν να μένει πιστός στη γαλλική προέλευση (cocarde) και να γράφει *κοκάρδα.

Περισσότερα: Το νι της κονκάρδας
http://sarantakos.wordpress.com/2014/08/19/cocarde/



Προσθήκη:
Το ΛΝΕΓ ισχυρίζεται «[χωρίς γεν. πληθ.]».
Το ΛΚΝ, το Βικιλεξικό και η Ελληνομάθεια το κλίνουν σαν την ώρα: των κονκαρδών.
Η πιάτσα προτιμά τη γενική πληθυντικού των κονκάρδων.

Άντε να πάρεις θέση...
 
20ός ή 20ος; ο 20ός, του 20ού, τον 20ό
Το ίδιο και στους στρογγυλούς αιώνες του μακρινού μέλλοντος: 30ός, 40ός, 50ός κτλ.
 
προτεταμένος ή προτεταμμένος; προτεταμένος

Το λεξιλογικό σχόλιο αφορά τα προτεταμένα χέρια που διαβάζουμε ότι έχουν οι Καρυάτιδες. Καταρχάς, το λάθος του Πρώτου Θέματος («προτεταμμένα») είμαι σίγουρος ότι θα πολλαπλασιάσει τα σχετικά γκουγκλίσματα και θα μας δημιουργήσει προβλήματα στο ορθογραφικό μέλλον... Έπειτα, λέμε «προτεταμένος» για ένα χέρι που εκτείνεται προς το πλάι, όπως είναι η περίπτωση εδώ;

Πράγματι. Πολλά «*προτεταμμένα», όλα των τελευταίων ωρών. Το προτείνω σημαίνει «τείνω, φέρνω προς τα εμπρός». Ανάμεσα στο λαϊκό «τεντωμένα» και το λόγιο «τεταμένα» προτίμησαν το διπλό λάθος. :-)
https://www.google.gr/search?q="προ...i=4nsNVN8Gid1o0-6B2AQ&start=500&sa=N&filter=0



Σχετική συζήτηση εδώ:
http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?15251-Τι-προτείνετε-για-το-προτεταμένο
 
λευχείματα ή λευχήματα; λευχείματα (τα ασπρόρουχα, τα εσώρουχα) (λεύχειμα < λευκό + εἷμα Α «ένδυμα»)
 
αναδουλειά ή αναδουλιά; αναδουλειά

Από στερητικό ανα- + δουλειά λένε ΛΚΝ και ΛΝΕΓ. Διαφορετική ετυμολόγηση προτιμούν Γεωργακάς και Κριαράς (ΝΕΛ): αδουλιά < άδουλος < στερ. α + δουλεύω με επανάληψη του στερητικού.

Έτσι βρίσκουμε αναδουλιά σ' αυτά τα λεξικά (και στα Συνώνυμα και Συγγενικά του Βλαστού). Όμως, έτσι κι αλλιώς, η ορθογραφία αναδουλειά έχει επικρατήσει.

http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=αναδουλ%&sin=all
 
μανόζη ή μαννόζη;

(Όπως καταλαβαίνετε, τώρα ρωτάω εγώ. :))
 
...
μαννόζη

Γι' αυτό:

The root of both "mannose" and "mannitol" is manna, which the Bible records as the food supplied to the Israelites during their journey in the region of Sinai. Several trees and shrubs can produce a substance called manna, such as the "manna tree" (Fraxinus ornus) from whose secretions mannitol was originally isolated.

και για κείνο, μεταξύ πολλών άλλων. Επίσης, μαννιτόλη και μαννάνη.


Get up in the morning, slaving for bread, sir,
So that every mouth can be fed.
Poor me
Israelites

 
The root of both "mannose" and "mannitol" is manna, which the Bible records as the food supplied to the Israelites during their journey in the region of Sinai. Several trees and shrubs can produce a substance called manna, such as the "manna tree" (Fraxinus ornus) from whose secretions mannitol was originally isolated.
http://en.wikipedia.org/wiki/Mannose

Αφού το μάννα ανήκει στα ελληνιστικά δάνεια από τα εβραϊκά που αποφασίσαμε να μην απλοποιήσουμε, θα ήταν παραπλανητικό (θα δυσχέραινε τη σύνδεση) αν απλοποιούσαμε τη μαννόζη. Με δύο ν τη γράφει και ο Πάπυρος, παρότι σε άλλες περιπτώσεις (ακόμα και σε κύρια ονόματα) απλοποιεί τα διπλά σύμφωνα. Με άλλα λόγια, προτείνω να ακολουθήσουμε το σκεπτικό που ισχύει στους ελληνογενείς ξένους όρους.



Διπλή και τριπλή νυχτερινή βάρδια έχει εδώ...
 
υποθηκοφυλακείο ή υποθηκοφυλάκιο; υποθηκοφυλακείο

Την παρατήρηση τη βρίσκουμε όχι μόνο στο ΛΝΕΓ αλλά και στο slang.gr!

http://el.wikipedia.org/wiki/Υποθηκοφυλακείο
http://www.greek-language.gr/greekL...lexica/search.html?lq=υποθηκοφυλακείο&sin=all



Συζήτηση: http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?15420-υποθηκοφυλακείο-ή-υποθηκοφυλάκιο-υποθηκοφυλακείο
 
Last edited:
πλημμύρα ή πλυμμήρα;

Παρότι ορθότερη γραφή είναι το πλημύρα (με ένα μι· από το πλήμη), η παρετυμολογική επίδραση πλην + μύρομαι έχει επιβάλει (και στη σχολική ορθογραφία) το πλημμύρα (με δύο μι).

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το πλυμμήρα (με αντιμετατεθέντα τα /i/) είναι λάθος — όσο πολλές και να είναι οι «πλυμμήρες» που πλημμυρίζουν το διαδίκτυο (και τα κανάλια). Όντως «και μη χειρότερα»!
4EbePSq.png
 
συμπράγκαλα ή τσιμπράκαλα;

συμπράγκαλα ή τσιμπράκαλα;

συμπράγκαλα. Το ΛΚΝ δίνει:

συμπράγκαλα τα [simbráŋgala] Ο41 : (οικ.) πολλές και συνήθ. μικρές αποσκευές, σε χρήση κυρίως για να δηλώσουμε τη δυσκολία ή την ενόχληση που δημιουργεί η μεταφορά τους ή η παρουσία τους: Πού να κουβαλήσω όλα αυτά τα ~; Mάζεψε τα συμπράγκαλά σου και φύγε.
[ίσως συμ- (δες συν-) βεν. branc(a) `χεριά΄ -αλα, πληθ. του -αλο]


Τα τσιμπράκαλα ομολογώ ότι τα είδα σήμερα πρώτη φορά, στον Δημ. Καμπουράκη («Όταν βρέχει στις πλαγιές») και διαπίστωσα ότι υπάρχουν κάποια ευρήματα και στον Γκούγκλη, ίσως πολλά από αυτά με κρητική προέλευση (που θα δικαιολογούσε το αρχικό -τσ-).



Συζήτηση εδώ: http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?15423-συμπράγκαλα-ή-τσιμπράκαλα
 
Back
Top