Ο φέρελπις και ο ρίψασπις

nickel

Administrator
Staff member
@sarant: Και το ΛΝΕΓ έχει τον ελπιδοφόρο νέο. Θεωρώ ότι έχει γίνει μια μικρή μεταφορά από τον φέρελπι επειδή ο φέρελπις δεν κλίνεται και πολύ εύκολα. Τον φέρελπι ή τον φερέλπιδα;

Δεν πρόλαβα να γράψω για τις δυσκολίες του φέρελπι και μας προέκυψε και ο ρίψασπις (στα δελτία ειδήσεων, για κάποιον χρυσαυγίτη).

Στα αρχαία και την καθαρεύουσα:

ο φέρελπις, του φερέλπιδος, τον φέρελπιν, οι φερέλπιδες, των φερελπίδων, τους φερέλπιδας

ο ρίψασπις, του ριψάσπιδος, τον ρίψασπιν, οι ριψάσπιδες, των ριψασπίδων, τους ριψάσπιδας



Στη δημοτική θα δούμε επίσης:

του φερέλπιδα, του ριψάσπιδα
τον φερέλπιδα, τον ριψάσπιδα
των φερέλπιδων, των ριψάσπιδων

Μόνο: τους φερέλπιδες, τους ριψάσπιδες (τα –ας δεν έχουν θέση στη δημοτική)

Στα λεξικά τα μασάνε πότε πότε. Π.χ. το ΛΚΝ έχει μόνο του ριψάσπιδος και των ριψασπίδων. Στην αιτιατική ενικού προτιμά τον ρίψασπι. Στον φέρελπι δεν λέει ποια αιτιατική ενικού προτιμά και στη γενική του πληθυντικού έχει και φερέλπιδων και φερελπίδων.
Στο ΛΝΕΓ: ριψάσπιδος – ριψασπίδων
φερέλπιδος, φέρελπιν, φερελπίδων


Και λίγο ελληνοαγγλικό, από LSJ:
ρίψασπις throwing away one's shield in battle, craven
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αυτά δεν ακολουθούν τον εύελπι της Σχολής Ευελπίδων (κλιτικά, εννοώ); Ποιος θα πει τον ευέλπιδα; (Δικαιούμαι να το λέω αυτό όσο τα γκουγκλοευρήματα είναι μονοψήφια;}
 
Είχα γράψει προ αμνημονεύτων (στο τέλος):
http://www.sarantakos.com/language/plhgentwn.html

Δεν καλύπτεις το ουδέτερο, διότι έχουν ουδέτερο τα επίθετα αυτά (π.χ. το φέρελπ* μήνυμα), που είναι φέρελπι, άπελπι. Ή τουλάχιστον ήταν τότε που το είχα κοιτάξει.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ποιος θα πει τον ευέλπιδα; (Δικαιούμαι να το λέω αυτό όσο τα γκουγκλοευρήματα είναι μονοψήφια;}

Από μια μεριά έχεις δίκιο: πολύ πιο πολλά είναι τα ευρήματα για τον εύελπη. Ο εύελπης, του εύελπη. :-) Αυτοί πήγαν από τον άλλο δρόμο,

Δεν καλύπτεις το ουδέτερο, διότι έχουν ουδέτερο τα επίθετα αυτά (π.χ. το φέρελπ* μήνυμα), που είναι φέρελπι, άπελπι. Ή τουλάχιστον ήταν τότε που το είχα κοιτάξει.

Σιγά σιγά, να 'χουμε να γράφουμε.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Λεξισκόπιο:

φέρελπις επίθ. λόγ.
Αρσενικό | | Ενικός || Πληθυντικός |
|
Ονομαστική | ο | φέρελπις|οι | φερέλπιδες
|
Γενική | του | φερέλπιδος | των | φερελπίδων
|
Αιτιατική | το | φερέλπιδα | τους | φερέλπιδες
|
Κλητική | | φέρελπις | | φερέλπιδες
||||
Θηλυκό | | Ενικός | | Πληθυντικός
|
Ονομαστική |η | φέρελπις | οι |φερέλπιδες
|
Γενική | της | φερέλπιδος | των | φερελπίδων
|
Αιτιατική | τη | φερέλπιδα | τις | φερέλπιδες
|
Κλητική | | φέρελπις | | φερέλπιδες
||||
Ουδέτερο | | Ενικός | | Πληθυντικός
|
Ονομαστική |το | φέρελπιν | τα | φερέλπιδα
|
Γενική | του | φερέλπιδος | των | φερελπίδων
|
Αιτιατική | το | φέρελπιν | τα | φερέλπιδα
|
Κλητική | | φέρελπι | | ---


φέρελπις ουσ. αρσ. λόγ.
| Ενικός || Πληθυντικός |
Ονομαστική |ο|φέρελπις|οι|φερέλπιδες
Γενική | του| φερέλπιδος|των|φερέλπιδων
Αιτιατική | το| φέρελπι|τους|φερέλπιδες
Κλητική | | φέρελπι| |φερέλπιδες


φέρελπις ουσ. θηλ. λόγ.
| Ενικός | | Πληθυντικός |
Ονομαστική | η| φέρελπις| οι|φερέλπιδες
Γενική | της| φερέλπιδος| των|φερέλπιδων
Αιτιατική |τη| φέρελπι| τις|φερέλπιδες
Κλητική ||φέρελπι| |φερέλπιδες


Συνώνυμα - Αντίθετα: φέρελπις ουσ. λόγ. Σ: πολλά υποσχόμενος
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Lexigram (αρχαίας και λόγιας):

Λέξη: φέρελπις
λήμμα | μέρος | γένος | βαθμός | αριθμός | πτώση
φέρελπις|επίθετο|αρσενικό|θετικός|ενικός|ονομαστική, κλητική

λήμμα | μέρος | γένος | βαθμός | αριθμός | πτώση
φέρελπις|επίθετο|θηλυκό|θετικός|ενικός|ονομαστική, κλητική

ενικός |
ονομαστική |φέρελπις
γενική |φερέλπιδος
δοτική |φερέλπιδι
αιτιατική |φέρελπιν
κλητική |φέρελπις
πληθυντικός |
ονομαστική |φερέλπιδες
γενική |φερελπίδων
δοτική |φερέλπισι / φερέλπισιν
αιτιατική |φερέλπιδας
κλητική |φερέλπιδες
 
Top