Ο πόλεμος που θα τελείωνε όλους τους πολέμους

nickel

Administrator
Staff member
Σκηνοθέτης "Σαμπό", πάντως, δεν υπάρχει. Ουγγρική λέξη που να μην τονίζεται στην πρώτη συλλαβή δεν υπάρχει. Ο παλιοτόνος μπαίνει για να δείξει ότι εδώ το φωνήεν είναι μακρό. :)
Δεν φταίει μόνο ο τόνος, αλλά και οι Ούγγροι του forvo, που το λένε σάμπό. Οι ανεπρόκοποι οι Άγγλοι δεν βάλανε προφορά. Έβαλαν οι Γάλλοι, αλλά δεν συχνάζω εκεί.
 

Earion

Moderator
Staff member
Τότε, στις 28 Ιουνίου 1914, ξέσπασε στο Σεράγεβο αυτή η πιστολιά που μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο σύντριψε σε χίλια κομμάτια, σαν άδειο πήλινο βάζο, όλον αυτόν τον κόσμο της σιγουριάς και της δημιουργικής λογικής, όπου είχαμε ανατραφεί, είχαμε μεγαλώσει και εγκλιματιστεί.

Ο κόσμος της σιγουριάς



Μες στη σιωπή και στη γαλήνη αναθρεμμένοι
ριχνόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο ξαφνικά,
από μυριάδες κύματα παραδαρμένοι.
Όλα μας γοητεύουν, κι άλλα απλώς αρέσουν·
άλλα μας θλίβουν, κι ώρα την ώρα
ανήσυχη η ψυχή μας ταλαντεύεται.
Νιώθουμε πρώτα, κι ύστερα ό,τι νοιώσαμε
μακριά μας τ’ αποδιώχνει ο πολύμορφος σίφουνας του κόσμου

Γκαίτε


Όταν προσπαθώ να βρω μια ταιριαστή περιγραφή για την εποχή πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία μεγάλωσα κι εγώ, ελπίζω ότι δίνω την πληρότητά της με μια φράση όταν την αποκαλώ το «χρυσό αιώνα της σιγουριάς». Τα πάντα στη χιλιόχρονη σχεδόν αυστριακή μοναρχία μας φαίνονταν θεμελιωμένα πάνω στη διάρκεια, και το ίδιο το κράτος παρουσιαζόταν ως εγγυητής αυτής της σταθερότητας. Τα δικαιώματα που αναγνώριζε στους πολίτες επικυρώνονταν από τους νόμους του Κοινοβουλίου, απ’ αυτήν τη ελεύθερα εκλεγμένη απ’ το λαό αντιπροσωπεία, και το κάθε καθήκον μας ήταν με σαφήνεια ορισμένο. Το νόμισμά μας, η αυστριακή κορώνα, κυκλοφορούσε σε χρυσά αστραφτερά κέρματα, διασφαλίζοντας έτσι την αξία της. Ο καθένας ήξερε πόσα είχε και πόσα ακριβώς του αναλογούσαν, τι ήταν νόμιμο και τι παράνομο. Για το καθετί υπήρχε κι ένας κανόνας, όλα προκαθορίζονταν με συγκεκριμένα μέτρα και σταθμά. Ο κάτοχος μιας περιουσίας μπορούσε να υπολογίσει ακριβώς τα εισοδήματα που του απόδινε κάθε χρόνο· ο υπάλληλος, ο αξιωματικός έβρισκαν στο ημερολόγιο το χρόνο της προαγωγής ή της συνταξιοδότησής τους. Κάθε οικογένεια έκανε το σταθερό προϋπολογισμό της, ήξερε πόσα είχε να ξοδέψει για να ζήσει και τι θα της χρειαζόταν για τα καλοκαιρινά της ταξίδια και για τα θεάματα. Εξάλλου ένα μικρό ποσό φυλαγόταν με κάθε τρόπο για τα απρόοπτα, για αρρώστιες και γιατρούς. Όποιος είχε σπίτι το θεωρούσε εξασφαλισμένο άσυλο για τα παιδιά του και τα εγγόνια του· τα χτήματα και τα εμπορικά καταστήματα μεταβιβάζονταν από γενιά σε γενιά. Όταν ακόμα το βρέφος βρισκόταν στην κούνια του, έριχναν τον κουμπαρά ή κατέθεταν στο ταμιευτήριο τον πρώτον οβολό για το ταξίδι της ζωής του, ένα μικρό «απόθεμα» για το μέλλον. Τα πάντα σ’ εκείνην τη μεγάλη αυτοκρατορία στέκονταν ακλόνητα στη θέση τους, και στην πιο ανώτερη ο γηραιός αυτοκράτορας. Κι αν τύχαινε να πεθάνει, ξέραμε ή πιστεύαμε, ένας άλλος θα ’παιρνε τη θέση του και τίποτε δε θ’ άλλαζε αυτή την τόσο σοφά συναρμοσμένη τάξη. Κανένας δεν πίστευε στον πόλεμο, σε επαναστάσεις ή ανατροπές. Κάθε ριζική μεταβολή, κάθε βία φαινόταν σχεδόν αδύνατη σ’ αυτήν τη εποχή της λογικής.

Αυτό το αίσθημα της σιγουριάς ήταν ο πιο λαχταριστός θησαυρός για εκατομμύρια όντα, το κοινό ιδανικό της ζωής. Μόνο η απόκτησή της έδινε αξία στη ζωή, και όλο και περισσότεροι άνθρωποι ποθούσαν ένα μερίδιο αυτού του πολύτιμου αγαθού. Στην αρχή μονάχα οι πλούσιοι απολάμβαναν αυτό το πλεονέκτημα, αλλά σιγά σιγά έγινε προσιτό και για τις πλατιές μάζες. Ο αιώνας της σιγουριάς έγινε ο χρυσός αιώνας του θεσμού των ασφαλίσεων. Ασφάλιζαν τα σπίτια τους εναντίον της φωτιάς και των λωποδυτών, τα χωράφια τους εναντίον του χαλαζιού και της πλημμύρας, τη ζωή τους εναντίον των ατυχημάτων και των ασθενειών. Πλήρωναν εισφορές για ισόβιες συντάξεις στα γηρατειά, και μόλις γεννιότανε κορίτσι υπέγραφαν αμέσως ένα συμβόλαιο που θα του εξασφάλιζε την προίκα. Τέλος, ακόμα κι οι εργάτες οργανώθηκαν και κατάκτησαν με επίμονη πάλη καλύτερους μισθούς και ταμεία ασθενείας. Οι υπηρέτες έπαιρναν απ’ τις οικονομίες τους και πλήρωναν για την ασφάλεια των γερατειών τους και για τα έξοδα της κηδείας τους. Μόνο εκείνος που μπορούσε ν΄αντικρίσει το μέλλον χωρίς στενοχώριες μπορούσε να απολαύσει εντελώς αμέριμνος το παρόν.

Ωστόσο, μέσα στη συγκινητική αυτή πεποίθηση ότι η ζωή περιστοιχίζεται από φράχτες δίχως την παραμικρή ρωγμή, απ’ όπου δεν μπορεί να τρυπώσει η ατυχία, και παρά την ευπρέπεια και την μετριοφροσύνη αυτής της άποψης για τη ζωή, υπήρχε μια μεγάλη και επικίνδυνη αλαζονεία. Ο δέκατος ένατος αιώνας, με τον φιλελεύθερο ιδεαλισμό του, πίστευε αληθινά πως ήταν το ίσιο και αλά­θητο μονοπάτι που οδηγούσε στον «καλύτερο των δυνατών κόσμων». Αντίκριζαν με περιφρόνηση τις περασμένες εποχές, με τους πολέμους, τις πείνες και τις εξεγέρσεις τους, πίστευαν πως η ανθρωπότητα δεν είχε φτάσει στην ωριμότητα επειδή δεν ήταν αρκετά απαλλαγμένη απ’ τις προκαταλήψεις. Τώρα όμως θα χρειάζονταν το πολύ μερικές δεκαετίες μέχρι που και το τελευταίο ίχνος δυστυχίας και βίας τελικά να νικηθεί, κι αυτή η πίστη σε μια αδιάκοπη κι ακαταμάχητη «πρόοδο» είχε πράγματι γι’ αυτή τη γενιά όλη τη δύναμη μιας θρησκείας. Πίστευαν στην «πρόοδο» πιο πολύ παρά στη Βίβλο, και αυτό το κύρος του νέου ευαγγελίου επιβεβαιωνόταν κάθε τόσο από τις θαυμαστές κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνικής, που αδιάκοπα ανανεώνονταν. Πραγματικά ολοένα και γινόταν εμφανέστερη, ταχύτερη και ποικιλότερη στο τέλος αυτού του ειρηνικού αιώνα μια γενική άνοδος. Στους δρόμους, αντί για θαμπά φανάρια, ακτινοβολούσαν ηλεκτρικοί λαμπτήρες. Τα μεγάλα καταστήματα ήσαν στολισμένα με την ελκυστική λαμπρότητά τους, απ’ τις μεγάλες αρτηρίες ώς τα προάστια. Είχε φτάσει κιόλας ο καιρός που χάρη στο τηλέφωνο οι άνθρωποι μπορούσαν να συνομιλούν από μακρινές αποστάσεις, να τρέχουν με απίστευτη γρηγοράδα σ’ αμάξια δίχως άλογα, να ορμούν στους αιθέρες και να πραγματοποιούν το όνειρο του Ικάρου. Η άνεση εισχωρούσε απ’ τα πλούσια σπίτια σε κείνα των απλών αστών. Δεν κουβαλούσαν πια το νερό απ’ την πηγή ή απ’ το κανάλι· δεν κουράζονταν ν’ ανάβουν τη φωτιά στην κουζίνα. Η βρομιά εξαφανιζόταν, οι άνθρωποι γίνονταν ωραιότεροι, ρωμαλεότεροι, υγιέστεροι από τότε που ό αθλητισμός χαλύβδωνε και σκληραγωγούσε το κορμί τους. Όλο και σπανιότερα συναντούσε κανείς στους δρόμους ανάπηρους, διανοητικά καθυστερημένους ή ακρωτηριασμένους, κι όλα αυτά τα θαύματα ήταν έργο της επιστήμης, αυτού του αρχάγγελου της προόδου. Και στην κοινωνική ζωή υπήρχε πρόοδος. Χρόνο με το χρόνο καινούργια δικαιώματα δίνονταν στον άνθρωπο, η δικαιοσύνη γίνονταν ηπιότερη και ανθρωπινότερη, κι ακόμα, το πιο μεγάλο πρόβλημα, η εξαθλίωση των μεγάλων μαζών, δεν φαινόταν άλυτο. Το δικαίωμα της ψήφου δινόταν σε ευρύτερες ολοένα τάξεις, που έτσι αποχτούσαν το δικαίωμα να υπερασπίζοντσι τα συμφέροντά τους με νόμιμο τρόπο· κοινωνιολόγοι και καθηγητές συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα έκανε τη ζωή του προλετάριου όχι μόνο πιο υγιή, αλλά και πιο ευτυχισμένη. Τι το παράξενο λοιπόν πως ο αιώνας αυτός αυτοθαυμαζόταν αυτάρεσκα στα έργα του και θεωρούσε τα τέλη μιας δεκαετίας ως τον πρόλογο για μια καλύτερη δεκαετία; Δεν πίστευαν πια στην επιστροφή της βαρβαρότητας, όπως θα μπορούσαν να είναι οι πόλεμοι ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης, όπως δεν πίστευαν πια στα φαντάσματα και στους μάγους. Οι πατεράδες μας ήταν διαποτισμένοι από την εμπιστοσύνη που έτρεφαν στην αληθινή δύναμη και την αποτελεσματικότητα της ανοχής και του συμφιλιωτικού πνεύματος. Πίστευαν ειλικρινά πως τα σύνορα και οι διαμάχες ανάμεσα στα έθνη και στις δοξασίες θα συγχωνεύονταν και θα διαλύονταν σιγά σιγά σε μια ενιαία ανθρωπότητα, κι έτσι η ειρήνη και η ασφάλεια, τα πολυτιμότερα αγαθά, θα ανήκαν σ’ όλους τους ανθρώπους.

Εμείς βέβαια σήμερα, έχοντας προ πολλού διαγράψει απ’ το λεξιλόγιό μας τη λέξη «ασφάλεια», εύκολα θα περιγελούσαμε το χαρούμενο παραλήρημα της γενιάς εκείνης που, τυφλωμένη απ’ τον ιδεαλισμό της, πίστευε πως οι πρόοδοι της ανθρωπότητας στις τεχνικές θα συνοδεύονταν μοιραία από μια εξίσου ταχεία ανύψωση των ηθών. Εμείς, που μάθαμε στον καινούργιον αιώνα να μην παραξενευόμαστε πια από κανένα παράφορο ξέσπασμα ομαδικής κτηνωδίας, εμείς που κάθε καινούργια μέρα περιμένουμε φρικαλεότερα πράγματα από την προηγουμένη, είμαστε ακόμα πιο έντονα σκεπτικοί απέναντι στη δυνατότητα ν’ ανυψώσουμε ηθικά τους ανθρώπους. Έπρεπε να είχαμε συμφωνήσει με τον Φρόυντ, που έβλεπε ότι ο πολιτισμός μας ήταν απλώς μια λεπτή φλούδα, έτοιμη να σπάσει σε οποιαδήποτε στιγμή από τις καταστρεπτικές δυνάμεις του υποχθόνιου κόσμου. Έτσι με τον καιρό συνηθίσαμε αναγκαστικά να ζούμε χωρίς στέρεο έδαφος κάτω από τα πόδια μας, δίχως δικαιώματα, ελευθερία, ασφάλεια. Από καιρό εγκαταλείψαμε για χάρη της ίδιας της ύπαρξής μας τη θρησκεία των πατέρων μας, την πίστη τους σε μια γρήγορη και αδιάκοπη εξύψωση της ανθρωπότητας· κοινότοπη φαντάζει σε μας που διαπαιδαγωγηθήκαμε τόσο σκληρά η ανάλαφρη εκείνη αισιοδοξία μπροστά σε μια καταστροφή που έγινε αιτία να χαθούν μονομιάς χίλια χρόνια ανθρώπινου μόχθου. Αλλ’ ακόμη και αν ήταν μόνο μια ψευδαίσθηση αυτή που υπηρέτησαν οι πατέρες μας, ήταν μια θαυμάσια και ευγενής ψευδαίσθηση, πιο ανθρώπινη και πιο γόνιμη από τα σημερινά συνθήματα. Και, παράξενο πράγμα, παρ’ όλες μου τις δοκιμασίες και τις απογοητεύσεις, κάτι μέσα μου δεν μπορεί ν’ αποσπαστεί ολότελα απ’ αυτή την ψευδαίσθηση. Κάθε στοιχείο που αφομοιώνει στο αίμα του ένας άνθρωπος στα παιδικά του χρόνια, από αυτά που απορρέουν από το κλίμα μιας εποχής, δεν αποβάλλεται ποτέ. Και παρ’ όλες τις καθημερινές απογοητεύσεις, παρ’ όλες τις δοκιμασίες και τους εξευτελισμούς που υποφέραμε κι εγώ ο ίδιος κι οι πολυάριθμοι φίλοι μου, μου είναι αδύνατο ν’ απαρνηθώ ανέκκλητα την πίστη της νεότητάς μου και ν’ απελπιστώ οριστικά για μιαν καινούργια ανύψωση κι αναγέννηση. Από την άβυσσο του τρόμου, όπου βαδίζουμε σήμερα ψηλαφητά σαν τυφλοί, με σπαραγμένη την ψυχή και συντριμμένη την καρδιά, αφήνω ακόμα το βλέμμα ν’ αντικρίσει τους αστερισμούς που έλαμπαν πάνω απ’ τα νιάτα μου και παρηγοριέμαι με την πατροπαράδοτη εμπιστοσύνη πως αυτή η παρακμή είναι μόνο μια στιγμιαία διακοπή στον αιώνιο ρυθμό της ασυγκράτητης προόδου.

Τώρα που η μεγάλη θύελλα τον σύντριψε από καιρό, ξέρουμε θετικά πως ο κόσμος αυτός της σιγουριάς ήταν ένα παραμυθένιο κάστρο. Κι όμως οι γονείς μου τον κατοίκησαν σαν να ’ταν ένα γερό πέτρινο σπίτι. Ποτέ λαίλαπα, μα ούτε ακόμα κι ανάλαφρο αεράκι, δεν έφτασε ώς μέσα στη θερμή κι άνετη ζωή τους· φυσικά είχαν προνοήσει ειδικά για τους ισχυρούς ανέμους: ήταν ευκατάστατοι άνθρωποι, που με τον καιρό έγιναν πλούσιοι, και μάλιστα πολύ, και η περιουσία εκείνην τη εποχή τούς σιγούρευε τα πορτοπαράθυρα και τοίχους. Το είδος της ζωής τους ήταν τυπική έκφραση αυτής της «αγαθής εβραίικης μπουρζουαζίας», που πλούτισε τη βιεννέζικη κουλτούρα με τόσες ουσιαστικές αξίες (για τούτο και σε ανταμοιβή της εξολοθρεύτηκε ολότελα), ώστε επιχειρώντας να απεικονίσω τη ειρηνική και σιωπηλή ζωή τους, μου φαίνεται πως στην πραγματικότητα προβαίνω σε μια ολότελα απρόσωπη αφήγηση. Δέκα ή είκοσι χιλιάδες οικογένειες έζησαν στη Βιέννη όπως οι γονείς μου σ’ εκείνον τον αιώνα των σταθερών αξιών.

Η οικογένεια του πατέρα μου καταγόταν απ’ τη Μοραβία. Εκεί, στους μικρούς αγροτικούς συνοικισμούς, οι εβραϊκές κοινότητες ζούσαν αρμονικότερα με τους χωρικούς και τους μικροαστούς. Έτσι δεν είχαν καθόλου αυτό το συναίσθημα της μειονεξίας, ούτε τη ανυπομονησία ν’ αναδειχτούν, καθώς κι εκείνην την ευλυγισία των Εβραίων της Ανατολής, της Γαλικίας. Όντας δυνατοί και ρωμαλέοι απ’ την αγροτική ζωή, τραβούσαν το δρόμο τους ανάμεσα στους κάμπους με σιγουριά και ηρεμία, σαν τους χωρικούς της πατρίδας τους. Χειραφετημένοι από πολύ νωρίς από κάθε στενόκαρδη ορθοδοξία, ήσαν οι φλογεροί οπαδοί της καινούργιας θρησκείας της «προόδου» και πρόσφεραν στο στίβο του πολιτικού φιλελευθερισμού τους πιο αξιοσέβαστους βουλευτές στο Κοινοβούλιο. Όταν μετανάστεψαν στη Βιέννη, προσαρμόστηκαν με καταπληκτική ταχύτητα στην πιο μορφωμένη κοινωνία της πρωτεύουσας, κι η προσωπική τους ανέλιξη συνδεόταν έντονα μ’ όλην την ανοδικήν ορμή της εποχής. Η οικογένειά μας αποτελούσε τυπικό παράδειγμα γι’ αυτήν την εξέλιξη.

Ο παππούς μου, από την πλευρά του πατέρα μου, ήταν έμπορος υφασμάτων…


Η μετάφραση είναι δικό μου συμπίλημα από τις τρεις μεταφράσεις που έχω υπόψη μου (βλ. #16). Την εισαγωγική στροφή του Γκαίτε προσπάθησα να την αποδώσω όσο μπορούσα καλύτερα (και πάντως καλύτερα από την εκδοχή —την ίδια— που δίνουν και οι τρεις μεταφράσεις που προανέφερα). Το πρωτότυπο είναι αυτό:

An Lottchen

Still und eng und ruhig auferzogen,
Wirft man uns auf einmal in die Welt;
Uns umspülen hunderttausend Wogen,
Alles reizt uns, mancherlei gefällt,
Mancherlei verdrießt uns, und von Stund zu Stunden
Schwankt das leichtunruhige Gefühl;
Wir empfinden, und was wir empfunden,
Spült hinweg das bunte Weltgewühl.


και μια αγγλική μετάφραση σε ρίμα:

Rear'd in silence, calmly, knowing nought,
On the world we suddenly are thrown;
Hundred thousand billows round us sport;
All things charm us —many please alone,
Many grieve us, and as hour on hour is stealing,
To and fro our restless natures sway;
First we feel, and then we find each feeling
By the changeful world-stream borne away.
 

Earion

Moderator
Staff member
Ναυτίλος, Κυριακή, 16 Οκτωβρίου 2011
Ο κόσμος του χθες

Ο κόσμος του χθες (1942) είναι μια ιδιότυπη αυτοβιογραφία. Την ολοκλήρωσε λίγους μόνο μήνες πριν αυτοκτονήσει, στην Βραζιλία, όπου είχε καταφύγει προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθεί μακριά από τον πόλεμο. Στην ουσία πρόκειται για τη βιογραφία μιας γενιάς. Κέντρο της αφήγησής του δεν τόσο ο εαυτός του όσο η ιστορία της εποχής του και οι σημαντικές προσωπικότητες που γνώρισε. Στις σελίδες του βιβλίου του παρελαύνουν ο Ρομαίν Ρολλάν, ο Βεράρεν, ο Φρόυντ, ο Ρίχαρντ Στράους, ο Γκόρκι και άλλοι πολλοί αλλά καμία νύξη για τον Μπρεχτ, τον Μούζιλ ή τον Μπροχ, τους οποίους μάλιστα γνώριζε αρκετά καλά.

Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι μια ελεγεία για τη χρυσή εποχή της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Για τον αφελή, γιο βιομήχανου, Τσβάιχ επρόκειτο για έναν «όμορφο κόσμο ηθικό, αγγελικά πλασμένο»... Δημοκρατία, ειρήνη, ευημερία και ακμή όλων των πτυχών του πολιτισμού χαρακτήριζαν την εποχή εκείνη! Τα μελανά σημεία δεν ήταν παρά ελάχιστα: το οπισθοδρομικό εκπαιδευτικό σύστημα και κάποια υποκρισία όσον αφορά στην αστική ηθική. Αλλά κι αυτά ακόμα δεν ήταν παρά χαριτωμένα μικροεμπόδια, που άνθρωποι με ισχυρή θέληση σαν αυτόν, μπορούσαν να παρακάμψουν!

Όλα αυτά μέχρι το καλοκαίρι του 1914. Στα τέλη του Ιούνη, κι ενώ ο Τσβάιχ απολάμβανε τα λουτρά του στο Μπάντεν της Αυστρίας, ο διάδοχος του αυτοκρατορικού θρόνου Φραγκίσκος Φερδινάνδος, αντιπαθής άλλωστε, δολοφονείται στη Βοσνία. Στο ωραιότερο ίσως κεφάλαιο του βιβλίου («Οι πρώτες ώρες του πολέμου του 1914») περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο από τη μια την καλοκαιρινή ανεμελιά και από την άλλη το καζάνι που ετοιμαζόταν να εκραγεί. Είναι εντυπωσιακό το πώς ο Τσβάιχ συνεχίζει, δύο βδομάδες αργότερα, τις διακοπές του στις πλαζ της Οστάνδης έχοντας πίστη στην αιώνια ειρήνη. Τελικά, θα αναγκαστεί να πάρει το τελευταίο, στην κυριολεξία, τρένο για την Αυστρία ενώ ο πόλεμος ξεσπούσε...

Οι άνθρωποι συνέχιζαν τα μπάνια τους, τα ξενοδοχεία παρέμεναν γεμάτα, κι οι παραθεριστές εξακολουθούσαν να συνωστίζονται στην πίστα σουλατσάρωντας, φλυαρώντας και γελώντας. Αλλά για πρώτη φορά, ένα νέο στοιχείο έκανε την εμφάνισή του. Ξαφνικά, είδαμε να ξεπροβάλλουν στη πλαζ Βέλγοι στρατιώτες, πράγμα παράδοξο, αφού σε κανονικές συνθήκες δεν έρχονταν ποτέ εκεί. Σκυλιά έσερναν τα μυδραλιοβόλα μέσα σε μικρά οχήματα --κάτι που αποτελούσε μια περίεργη ιδιαιτερότητα του βελγικού στρατού...


Εξαιρετικές είναι και οι σελίδες όπου ο συγγραφέας περιγράφει τις μελανές μέρες που ακολούθησαν την ήττα της Αυστρίας, με τη δυστυχία, την πείνα και τη μαύρη αγορά να κυριαρχούν στην καθημερινότητα των κατοίκων του Ζάλτσμπουργκ. Ο Τσβάιχ επιστρέφει, μετά το τέλος του πολέμου από την Ελβετία, στην μικρή αυτή πόλη, όπου στο μεταξύ έχει αγοράσει ένα σπίτι («έναν πυργίσκο που δεν διέθετε παρά εννέα δωμάτια») σε ένα δασόφυτο λόφο, στον Kapuzinerberg, για να περάσει τις δύσκολες αυτές μέρες μακριά από την μεγαλούπολη της Βιέννης.

Κάθε κάθοδός μας στην πόλη ήταν τότε ένα γεγονός που μας συνέτριβε. Για πρώτη φορά αντίκρισα το λιμό στα κιτρινιάρικα κι επικίνδυνα μάτια που περιφέρονταν στους δρόμους. Το μαύρο ψωμί τριβόταν κι είχε την πικρή γεύση της πίσσας και της κόλλας, ο καφές ήταν ένα αφέψημα από κριθάρι, η μπίρα ένα άνοστο κιτρινωπό νεροζούμι, η σοκολάτα χρωματισμένη άμμος και οι πατάτες παγωμένες. Οι περισσότεροι εκτρέφανε κουνέλια για να μην ξεχάσουν ολότελα τη γεύση του κρέατος, στον κήπο μας ένας νεαρός σκότωνε σκίουρους για το κυριακάτικο γεύμα, ενώ καλοθρεμμένα σκυλιά και γάτες πολύ σπάνια επέστρεφαν ζωντανά, όταν ξεμάκραιναν λίγο στους περιπάτους τους...






Διάβασα τον Χθεσινό κόσμο με πολύ ενδιαφέρον. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα μοναδικό ντοκουμέντο, αλλά με ενοχλούσε συνεχώς το γεγονός ότι «ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου δεν ζούσε τελικά μέσα στον κόσμο, αλλά στην άκρη του. Τα χρυσά κάγκελα αυτού του μοναδικού προστατευμένου φυσικού πάρκου ήταν πολύ χονδρά και εμπόδιζαν στους κατοίκους του κάθε ματιά και κάθε εικόνα που θα μπορούσε να ενοχλήσει τη ζωή και την απόλαυσή τους», όπως γράφει χαρακτηριστικά η Χάννα Άρεντ. Με ενοχλούσε επίσης η ψεύτικη μετριοφροσύνη του και η συνεχής προσπάθεια του να παρουσιάζεται ως ένας σχεδόν μποέμ καλλιτέχνης. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι υπάρχουν και στιγμές αφοπλιστικής ειλικρίνειας, ιδιαίτερα όταν ανήμπορος παρακολουθεί τη μυθική του εποχή να καταρρέει.

Οι μάζες εξεγείρονταν, κι εμείς γράφαμε και σχολιάζαμε ποιήματα. Δεν βλέπαμε τα πύρινα σημάδια στον τοίχο κι απολαμβάναμε αμέριμνοι τα ακριβά εδέσματα της τέχνης, όπως άλλοτε ο βασιλιάς Βαλτάσαρ, χωρίς να φοβόμαστε να κοιτάξουμε το μέλλον. Και μοναχά δεκαετίες αργότερα, όταν γκρεμίστηκαν στα κεφάλια μας στέγες και τείχη, συνειδητοποιήσαμε πως τα θεμέλια είχαν υποσκαφτεί από καιρό και πως η έλευση του νέου αιώνα, είχε σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους της ατομικής ελευθερίας στην Ευρώπη.


Επίσης έχει ενδιαφέρον να διαβαστεί μια απομυθοποίηση του βιβλίου (είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο) αλλά και του Τσβάιχ ως ανθρώπου και συγγραφέα από τον Michael Hofmann στο London Review of Books με τίτλο: Vermicular Dither, 28/1/2010 με αφορμή την πρόσφατη έκδοση του έργου στα αγγλικά. Πρόκειται για ένα άρθρο που προκάλεσε πολλές διαμαρτυρίες. Μιλάει αρκετά υποτιμητικά για τον Τσβάιχ ("not a pacifist much less an activist but a passivist") καταρρίπτει πολλούς ισχυρισμούς του στη αυτοβιογραφία ως ψευδείς με στοιχεία από την αλληλογραφία του (ειδικά αυτούς που έχουν να κάνουν με το ρόλο του ως ειρηνιστή) και που από δειλία μια ζωή την «κοπάναγε» μακριά από κάθε κίνδυνο: Στον πρώτο πόλεμο στην Ελβετία, στον δεύτερο στο Λονδίνο και μετά στο Μπαθ, λόγω βομβαρδισμών. Μετά τις απειλές του Χίτλερ για εισβολή στην Αγγλία καταφεύγει στις ΗΠΑ κι όταν ο Ρούζβελτ αποφασίζει να εμπλακεί στον πόλεμο την κάνει για Βραζιλία αλλά επειδή και το Ρίο δεν του φαινόταν αρκετά ασφαλές αποσύρεται τελικά σε ένα ορεινό θέρετρο. Η αλήθεια όμως είναι ότι, στην αυτοβιογραφία του, ο ίδιος ομολογεί το μεγαλύτερο ελάττωμά του: τη δειλία! Στη φωτογραφία είναι με τη δεύτερη γυναίκα του, τη Λόττε, στη Βραζιλία λίγο πριν αυτοκτονήσουν, το 1942.

 

Earion

Moderator
Staff member
Γιατί η Ευρώπη έφτασε στον πόλεμο

Η Ευρώπη ώς το 1914

του Τζ. Μ. Ρόμπερτς


Τα αίτια του Μεγάλου Πολέμου δεν βρίσκονται μόνο στη συσσώρευση πολιτικού και στρατιωτικού δυναμικού των μεγάλων δυνάμεων. Υπήρχε επιπλέον «μια παράξενη διάθεση στην ατμόσφαιρα» εκείνο το μοιραίο καλοκαίρι του 1914. Κι αυτή τον έκανε, τουλάχιστον κατά την έκρηξή του, τον πιο δημοφιλή πόλεμο στην ιστορία.

Το 1911 ο Τζωρτζ Γκουτς (G. P. Gouch), ένας Άγγλος ιστορικός που μέχρι την προηγούμενη χρονιά είχε διατελέσει βουλευτής των Φιλελευθέρων, δημοσίευσε ένα μικρό βιβλίο με τον τίτλο Ιστορία της εποχής μας, 1885–1911. Αξίζει ακόμα και σήμερα να το διαβάσει κανείς, αν μη τι άλλο γιατί οι καταληκτήριες προτάσεις του εκφράζουν μια αισιοδοξία για τα διεθνή ζητήματα που σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει. Μολονότι πέντε εκατομμύρια άνδρες βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή υπό τα όπλα στην Ευρώπη, «μπορούμε ωστόσο», διαβεβαίωνε ο συγγραφέας, «να ατενίζουμε μπροστά μας με εμπιστοσύνη την εποχή που ο πόλεμος μεταξύ των πολιτισμένων εθνών θα θεωρείται κάτι τόσο παρωχημένο όσο η μονομαχία, και που οι ειρηνοποιοί θα ονομάζονται τέκνα του Θεού».

Έτσι μιλούσε τότε η περήφανη, γεμάτη αυτοπεποίθηση, φιλελεύθερη, ανθρωπιστική Ευρώπη που είχε οικοδομηθεί την προηγούμενη πεντηκονταετία. Προτού περάσουν τρία χρόνια είχε τιναχτεί στον αέρα, κι από εκείνη την έκρηξη ο κόσμος δεν έχει συνέλθει τελείως.

Αξίζει να αναλογιστούμε πόσο τεράστιο ήταν το πλήγμα που καταφέρθηκε σ’ αυτή την αυτοπεποίθηση μετρώντας και μόνο την κλίμακα μεγέθους των όσων ακολούθησαν. Ο πόλεμος, που άρχισε την 1η Αυγούστου 1914, όταν η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία, ήταν ο πρώτος από μια σειρά πολέμων που έμελλε να συγκαταλεχθούν αργότερα σε έναν, στον «Μεγάλο Πόλεμο». Η σύρραξη μεταξύ Αυστροουγγαρίας και Σερβίας —έκφραση μιας βαθύτερης σύγκρουσης που θα ξεσπούσε γρήγορα μεταξύ Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας— και ο πόλεμος μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, που ακολούθησε ευθύς αμέσως, δεν είχαν παρά ελάχιστη λογική σύνδεση. Τι δουλειά είχε η Βιέννη με την Αλσατία ή οι Γάλλοι με την τύχη της Σερβίας; Ότι θα αναμιγνύονταν και οι Βρετανοί σε αυτόν φαινόταν παράξενο σε πολλούς ανθρώπους και από τις δύο πλευρές της Μάγχης. Και αυτό ήταν μόνον η αρχή. Ιαπωνία, Τουρκία, Κίνα, Σιάμ —ο κατάλογος των εμπολέμων επρόκειτο να μακρύνει μέχρι που να συμπεριλάβει όλες τις μεγάλες χώρες, μη αφήνοντας απ’ έξω κανένα τμήμα της υδρογείου. Τριάντα δύο «νικήτριες» χώρες επρόκειτο ν’ αντιπροσωπευτούν στη Διάσκεψη της Ειρήνης στα 1919. Ορισμένες από αυτές δεν υπήρχαν καν το 1914 και είκοσι δύο από αυτές δεν ήταν ευρωπαϊκές. Στο μεταξύ Μπαλούτσοι και Βιετναμέζοι είχαν μεταφερθεί για να πολεμήσουν στη Γαλλία, Αμερικανοί και Ιάπωνες είχαν αποβιβαστεί στο Βλαδιβοστόκ, Καναδοί στον Αρχάγγελο και Αυστραλοί στην Παλαιστίνη, ενώ Γερμανοί και Βρετανοί είχαν αλληλοσφαγεί στις θάλασσες της οικουμένης, από τα παράλια της Χιλής ώς τις Δυτικές Προσβάσεις (το τμήμα του Ατλαντικού ανοιχτά των Βρετανικών Νησιών). Ουσιαστικά ο πόλεμος τελείωσε στα 1923, όταν οι Έλληνες και οι Τούρκοι έκλεισαν ειρήνη.

Την ασυνήθιστη αυτή έκρηξη βίας κανένας σχεδόν δεν την προέβλεπε στα 1914. Αν και πολλοί εκείνη την εποχή φοβούνταν τον πόλεμο, λίγοι φαντάζονταν τέτοιο κολοσσιαίο ολοκαύτωμα. Εν μέρει αυτό οφείλεται στο ότι, άπαξ και άρχισε, ο πόλεμος ακολούθησε τη δική του απρόβλεπτη λογική. Οι δύο παρατάξεις ήταν περίπου ισοδύναμες στην εκκίνησή του, κι αυτό τις οδήγησε σε προσπάθειες αφενός να εξασφαλίσουν ένα προβάδισμα υπεροχής ικανό να εγγυηθεί τη νίκη και αφετέρου να προσεταιριστούν νέους συμμάχους. Και τα δύο αυτά επέτειναν και επεξέτειναν τον πόλεμο. Ωστόσο πολλά απ’ όσα ακολούθησαν ήταν στοιχεία συστατικά της παγκόσμιας κατάστασης και προ παντός της κατάστασης της Ευρώπης, του κέντρου του κόσμου, στις παραμονές της έκρηξης.

Ο ψυχικός κλονισμός από τον πόλεμο οδήγησε γρήγορα στην αναζήτηση όσων ευθύνονταν για την έναρξή του. Αυτή ήταν η πρώτη μορφή της προσπάθειας να εξηγηθεί ένα τόσο εκπληκτικό συμβάν και έμελλε να συνεχιστεί για πολλά χρόνια. Στην πιο ωμή μορφή της εκφράστηκε με λαϊκά συνθήματα. Το «Κρεμάλα στον Κάιζερ» της Μεγάλης Βρετανίας είχε τα αντίστοιχά του σε άλλες χώρες. Ορισμένοι όμως αναζητούσαν ενόχους και στην πατρίδα τους. Ακόμα και πριν από το 1914 ριζοσπάστες και ειρηνόφιλοι κατηγορούσαν την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων και τον υπουργό των εξωτερικών σερ Έντουαρντ Γκρέυ επειδή έταξε τη χώρα στο πλευρό της Γαλλίας χωρίς εξουσιοδότηση από το Κοινοβούλιο. Διαφορετική ήταν η κριτική που έκαναν προσωπικά στον Γκρέυ οι Γερμανοί: αν είχε υπάρξει πιο σαφής, έλεγαν, αν είχε ξεκαθαρίσει ότι η Μεγάλη Βρετανία θα παρενέβαινε σε ένα πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, η γερμανική κυβέρνηση δεν θα έφτανε σε πόλεμο.



Μερικοί προτιμούσαν να ρίχνουν το βάρος σε ολόκληρα σύνολα ανθρώπων. Οι Γερμανοί κατηγορούσαν τους Βρετανούς επειδή, κατά τη γερμανική άποψη, δεν τους άφηναν να κερδίσουν μια «θέση στον ήλιο». Οι Βρετανοί έτειναν να ανακαλύπτουν στους Γερμανούς και στη γερμανική ιστορία μια τάση δεσποτισμού. Οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές χτυπούσαν κάποιους —μάλλον ασαφώς προσδιοριζόμενους— «καπιταλιστές» ότι τάχα είχαν ωθήσει τον κόσμο στον πόλεμο, είτε χειριζόμενοι την εξωτερική πολιτική έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τις υπερπόντιες επενδύσεις τους και το εμπόριο, είτε ενθαρρύνοντας τους εξοπλισμούς, που κρατούσαν σε κίνηση τα εργοστάσιά τους και απέδιδαν μεγάλα μερίσματα. Όσο αληθοφανή κι αν θεωρήθηκαν κάποτε αυτά τα επιχειρήματα, οι ιστορικοί τα έχουν εγκαταλείψει τόσο αυτά όσο και τις γενικές, σχηματικές ερμηνείες των αιτίων του πολέμου με βάση τα οικονομικά συμφέροντα.





Σήμερα προτιμούμε να δίνουμε λιγότερη έμφαση στην προσωπική ευθύνη και στις προσωπικές πολιτικές εκτός από τις περιπτώσεις λίγων, σαφώς προσδιοριζόμενων και συγκεκριμένων κρίσιμων αποφάσεων. Δεν χρειάζεται να φτάσουμε στο σημείο να πούμε ότι κανένας και ποτέ δεν ήταν υπεύθυνος για οτιδήποτε το αποφασιστικό (οι πράξεις του Γουλιέλμου Β΄ και των στρατιωτικών συμβούλων του από μόνες τους θα στερούσαν μια τέτοια αντίληψη από κάθε λογική), δεχόμαστε όμως ότι οι πολιτικοί συχνά έχουν λιγότερη ελευθερία ενέργειας απ’ όσο νομίζουν, και ότι οι συγκυρίες είναι εξίσου σημαντικές για τη διαμόρφωση των αποφάσεών τους όσο και οι ιδιωτικές τους αντιλήψεις για το τι επιθυμούν. Αν προσεγγίσουμε με αυτό τον τρόπο τον κόσμο του 1914, ποιο να ήταν άραγε το χαρακτηριστικό στη φύση και στη δομή του που κατά τη σημερινή οπτική, πρώτον, φαίνεται ότι έφερε κοντά την πιθανότητα του πολέμου και, δεύτερον, από τη στιγμή που ξέσπασε τον έκανε τόσο καταστροφικό;

Το διπλωματικό «σύστημα»

Το φταίξιμο ρίχτηκε στο ίδιο το διεθνές σύστημα. Σε μια εποχή τόσο πλήρη από διαπληκτισμούς και φιλονικίες φαντάζει παράδοξο να μιλά κανείς για «σύστημα». Κι όμως υπήρχε σε αρκετό βαθμό η επίγνωση ότι όλοι συμμερίζονταν κοινές αρχές και πρακτικές, τόσο που να επιτρέπεται να χρησιμοποιείται αυτός ο όρος. Οι διπλωμάτες όλων των χωρών αλληλοκατανοούνταν με μια έννοια με την οποία ίσως να μην το κάνουν σήμερα, όπου βαθιές ιδεολογικές διαφορές πιθανόν να τους χωρίζουν στα θεμελιώδη. Η έννοια του εθνικού συμφέροντος αποτελούσε την παραδεδεγμένη βάση του έργου τους. Μετριαζόταν όμως από μια ευρύτερη συμφωνία στο ότι μόνο ζωτικές απειλές κατά των ιδίων συμφερόντων ενός έθνους μπορούσαν να δικαιολογήσουν πόλεμο ή κάποια βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειάς του (αφού η διατήρηση της αξιοπρέπειας ήταν μέρος του εθνικού συμφέροντος). Όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι, αν επερχόταν ο πόλεμος, καμιά δύναμη δεν θα επιδίωκε να μεταβάλει θεμελιωδώς τους θεσμούς της άλλης. Δεν θα λειτουργούσε ως όπλο, ας πούμε, η έκκληση προς επανάσταση, και η ειρήνη θα κλεινόταν στο τέλος με βάση νέες προσαρμογές διαχρονικών συμφερόντων.

Αυτό το πλαίσιο κοινών κατεστημένων αντιλήψεων ενισχυόταν από το γεγονός ότι το έργο της διπλωματίας ήταν τότε υπόθεση σχεδόν αποκλειστικά επαγγελματιών διπλωματών, οι οποίοι είχαν αναπτύξει ένα πολύ αποτελεσματικό πνεύμα κλειστής ομάδας με τις ανάλογες δεξιότητες. Στα 1914 μπορούσαν ανασκοπώντας να απαριθμήσουν ως απόδειξη της επιτυχίας των μεθόδων τους μια μακρά διαδοχή τραγωδιών που είχαν αποσοβηθεί και κρίσεων που είχαν ξεπεραστεί. Ένα δεδομένο επισκίαζε όλα τα άλλα: από το 1871 και μετά δεν είχε εκδηλωθεί πόλεμος μεταξύ μεγάλων δυνάμεων στην Ευρώπη και υπ’ αυτή την έννοια η ευρωπαϊκή ήπειρος απολάμβανε το μακρύτερο διάστημα ειρήνης από την εποχή της Μεταρρύθμισης και μετά.

Η «Ευρωπαϊκή Συναυλία», όπως είχε αποκληθεί τον 19ο αιώνα, ήταν ακόμα πραγματικότητα κατά το ότι οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις είχαν την τάση, μέχρι πρόσφατα, να ενεργούν από συμφώνου για να αποτρέπουν απειλές κατά της ειρήνης. Επανειλημμένα το είχαν πετύχει αυτό, και φυσικά για τους περισσότερους πολιτικούς σημασία είχαν μόνον οι ευρωπαϊκές μεγάλες δυνάμεις. Αυτό δεν ήταν παράλογο. Τα δυσοίωνα σημάδια ενός πολύ διαφορετικού μέλλοντος είχαν ήδη φανεί: ένας πόλεμος είχε ξεσπάσει μεταξύ Ρωσίας και Ιαπωνίας και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν απογυμνώσει την Ισπανία από τις κτήσεις της στην Καραϊβική και τις Φιλιππίνες. Αλλά οι προάγγελοι αυτοί μιας νέας εποχής στην παγκόσμια πολιτική δεν ανέτρεπαν τα επιτεύγματα των διπλωματών στην Ευρώπη, γιατί στα 1914 η Ευρώπη εξακολουθούσε να καθορίζει τις τύχες του κόσμου.

Κι όμως αυτό το παραδοσιακό «διπλωματικό σύστημα» κατηγορήθηκε ως υπεύθυνο της καταστροφής. Κατά μία έννοια αυτό είναι αυταπόδεικτο: ο πόλεμος εξερράγη στα 1914 και η παλαιά διπλωματία δεν τον σταμάτησε. Πολλοί μελετητές της κρίσης έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι πολιτικοί που προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν την κρίση ήταν σε υπερβολικό βαθμό φυλακισμένοι μέσα στις συμβατικές τους αντιλήψεις και πολύ απρόθυμοι να εγκαταλείψουν το γνωστό τους πλέγμα ιδεών ώστε να μπορέσουν να κυριαρχήσουν στα πράγματα, όπως ίσως θα μπορούσε να έχει κάνει ένας Βίσμαρκ. Είναι μια κατηγορία που είναι ευκολότερο να τη διατυπώσει κανείς παρά να την αποδείξει ή να την απορρίψει. Εκείνο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς αμερόληπτα είναι ότι η συμβατική διπλωματία προϋπέθετε πως οι επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων ήταν ορθολογικές και αρκετά μετριοπαθείς, ώστε οι διαπραγματεύσεις να καταλήγουν στη μεταξύ τους συνδιαλλαγή. Και ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν πλέον δυνατό από τη στιγμή που μερικές από αυτές τις δυνάμεις είχαν φτάσει να πιστέψουν, όπως έγινε το 1914, ότι η ίδια η ύπαρξή τους βρισκόταν σε κίνδυνο.

Ωστόσο η επίθεση κατά της παλαιάς διπλωματίας δεν γίνεται συνήθως πάνω σ’ αυτή τη βάση. Συνηθέστερα διατυπώνεται η άποψη ότι ο διεθνής μηχανισμός από τη φύση του είχε κάποιο ελάττωμα που κατέστησε στο τέλος αναπόφευκτη τη σύρραξη, και το ελάττωμα αυτό έχει ταυτιστεί με τον «εφιάλτη των συμμαχιών», αυτόν τον εφιάλτη που τόσο φοβόταν ο Βίσμαρκ και που ήταν καθολική σχεδόν πραγματικότητα στα 1914. Είχε ήδη από καιρό υπογραμμιστεί ότι οι συμμαχίες έφερναν ένα επικίνδυνα μηχανιστικό και ντετερμινιστικό στοιχείο στη διεθνή ζωή: άραγε από τη στιγμή που θα ξεκινούσε να γυρνά ένα γρανάζι, όλος ο μηχανισμός δεν θα έμπαινε αναγκαστικά σε κίνηση; Όσοι το φοβούνταν αυτό είχαν στο νου τους δύο κυρίως συμμαχίες: τη γαλλορωσική, που είχε υπογραφεί στα 1894, και την Τριπλή Συμμαχία Γερμανίας, Αυστροουγγαρίας και Ιταλίας, που συστάθηκε στα 1882, και αργότερα τροποποιήθηκε και συμπεριέλαβε τη Ρουμανία. Με αυτές τις πράξεις, ειπώθηκε, η Ευρώπη χωρίστηκε σε δύο ένοπλα στρατόπεδα και οι πιθανότητες του πολέμου αυξήθηκαν απροσμέτρητα.

Όλα αυτά είναι πάρα πολύ απλοϊκά. Χρειάζονται διασαφήσεις. Η Τριπλή Συμμαχία, λόγου χάρη, δεν ήταν καθόλου σταθερή. Η Ιταλία δεν επρόκειτο να μπει στον πόλεμο το 1914 στο πλευρό των συμμάχων της και ήταν ήδη από τότε γνωστό στη Βιέννη και στο Βερολίνο ότι δεν μπορούσαν να βασιστούν στη Ρουμανία. Τελικά και οι δύο χώρες βγήκαν στον πόλεμο, αλλά ...με την άλλη πλευρά. Και η γαλλο-ρωσική συνθήκη συνομολογήθηκε αρχικά σαν βάση συνεργασίας κατά της Μεγάλης Βρετανίας. Οι όροι της, όσοι αφορούσαν τη Γερμανία, προβλέπονταν ως παρεπόμενα γερμανικής ενέργειας. Μόνο αν η Γερμανία έκανε επίθεση κατά της Ρωσίας θα βοηθούσε η Γαλλία τη σύμμαχό της. Τελικά η συμμαχία δεν λειτούργησε ποτέ, γιατί η Γερμανία υπερέβη το ζήτημα της εμπλοκής της Γαλλίας κηρύσσοντάς της τον πόλεμο. Παρομοίως η Εγκάρδια Συνεννόηση (Entente cordiale) καθόλου δεν σήμαινε γαλλοβρετανική συμμαχία κατά της Γερμανίας. Βεβαίως το Αγκαντίρ είχε προκαλέσει συγκίνηση και είχε συσφίξει τους ανεπίσημους δεσμούς μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού. Ωστόσο κι αυτό ήταν απροσδόκητο αποτέλεσμα, γιατί η γαλλική κυβέρνηση εκείνου του καιρού ήλπιζε να καλλιεργήσει καλύτερες σχέσεις με τη Γερμανία. Στα 1914 οι Βρετανοί είχαν πλέον ξεπεράσει την ανησυχία τους για τη ναυπήγηση των γερμανικών θωρηκτών, και ώς τις παραμονές του πολέμου οι αγγλογερμανικές σχέσεις ήταν καλύτερες απ’ ό,τι όλη την προηγούμενη εικοσαετία.

Οι ευρωπαϊκές συμμαχίες δεν ήταν αυτές που καθόρισαν την έκταση της σύρραξης. Ο Μεγάλος Πόλεμος βέβαια επικεντρώθηκε κυρίως στην Ευρώπη και η επίδρασή του στην παγκόσμια ιστορία έγινε μέσω της ζημιάς που έκανε στην Ευρώπη· αλλά ήταν πόλεμος σε όλη την υφήλιο. Η συμμετοχή της Μεγάλης Βρετανίας το έκανε αυτό αναπόφευκτο, υπήρχαν όμως και άλλες ακόμα αιτίες. Λόγω παραδόσεων, γεωγραφίας και εσωτερικής πολιτικής κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αναμιγνύονταν στις ευρωπαϊκές διενέξεις το 1914, δύο όμως άλλα μη ευρωπαϊκά κράτη —η Ιαπωνία και η Τουρκία— περιεπλάκησαν σχεδόν από την αρχή, κατά παράξενο ωστόσο τρόπο.

Η θέση της Ιαπωνίας στα 1914 διαπερνούσε όλο το σύστημα των ευρωπαϊκών συμμαχιών. Ήταν η μόνη επίσημη σύμμαχος των Βρετανών, οι οποίοι είχαν στραφεί προς αυτήν λόγω του παραδοσιακού φόβου τους για τη Ρωσία στην Ασία και λόγω της απειλής που δημιουργούσε για τα συμφέροντά τους η διαφαινόμενη αποσύνθεση της Κίνας. Η συμμαχία επιστέφθηκε με την ιαπωνική νίκη κατά της Ρωσίας το 1905. Δύο χρόνια αργότερα ένα αγγλορωσικό σύμφωνο προσπάθησε να ξεκαθαρίσει μερικά από τα ευαίσθητα προβλήματα που χώριζαν ακόμα το Λονδίνο και την Πετρούπολη. Αλλά και πάλι, στα 1914 τα δύο κράτη έριζαν για την Περσία το ίδιο έντονα όσο και όλα τα προηγούμενα χρόνια. Με άλλα λόγια, δεν ήταν οι επίσημες συμμαχίες εκείνες που δημιούργησαν την παράδοξη κατάσταση στα τέλη Αυγούστου του 1914, να βρίσκονται δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία, η Ιαπωνία και η Ρωσία στο ίδιο στρατόπεδο σύμμαχοι εναντίον της Γερμανίας.

Ο αγώνας για τα Βαλκάνια

Η Τουρκία επίσης περιπλέχθηκε ολοκληρωτικά και ίσως αναπόφευκτα στον πόλεμο, όχι όμως λόγω της επίσημης διπλωματίας. Μία από τις ονομασίες που θα μπορούσαν να δοθούν στον Μεγάλο Πόλεμο είναι «ο τελευταίος πόλεμος της Τουρκικής Διαδοχής». Η ιστορία της ανατολικής Ευρώπης από τον 17ο αιώνα και μετά είναι η ιστορία των προσπαθειών να διανεμηθεί η λεία και να καλυφθεί το κενό που άφηνε πίσω της η αργή συρρίκνωση μιας τουρκικής ισχύος που κάποτε περιλάμβανε έως και την Ουγγαρία και είχε ξεδιπλωθεί μέχρι στα τείχη της Βιέννης. Το τελευταίο στάδιο της διάλυσης της Ευρωπαϊκής Τουρκίας άρχισε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος αποκάλυψε ότι οι διαμάχες μεταξύ των διεκδικητών της τουρκικής κληρονομιάς —των «νέων χωρών» που είχαν εμφανιστεί στα Βαλκάνια τον 19ο αιώνα— ήταν εξίσου πιθανές όσο και οι διαμάχες μεταξύ των δυναστειών των Αψβούργων και των Ρομανόφ, που επί τόσον καιρό παρακολουθούσαν με καχυποψία η μία τις προόδους της άλλης σε βάρος της Τουρκίας.

Εδώ πράγματι βρίσκεται ένα αληθινό σπέρμα του πολέμου. Δύο μεγάλα κράτη επιζητούσαν ισχύ και επιρροή σε μια περιοχή την οποία η τουρκική υποχώρηση άφηνε στα χέρια ανίσχυρων και αλληλοσπαρασσόμενων μικρών κρατών. Αναπόφευκτα οι μεγάλες δυνάμεις είχαν ευνοουμένους και δορυφόρους. Αλλά η Βιέννη και η Πετρούπολη κατάφερναν να συνεργαστούν ή ν’ αποφύγουν τη σύρραξη μέχρι την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1908. Από κει και πέρα η επιδίωξη γοήτρου και επιρροής στα Βαλκάνια αποτελούσε πρόσθετο φόβο για την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας των Αψβούργων. Η Σερβία, προστατευόμενη της Ρωσίας, τραβούσε σαν μαγνήτης τη νομιμοφροσύνη των Νοτιοσλάβων υπηκόων της Δυαδικής Μοναρχίας στις περιοχές που είχαν πρόσφατα προσαρτηθεί. Στη Βιέννη ένιωθαν ότι αναγκαστικά θα ερχόταν η ώρα του λογαριασμού με τη Σερβία, και το ένιωσαν αυτό εντονότερα όταν η Σερβία κέρδισε πάνω από ενάμισι εκατομμύριο νέους υπηκόους στους Βαλκανικούς Πολέμους. Αν έφτανε η ώρα του λογαριασμού, η Ρωσία ήταν απίθανο ν’ αφήσει ανυποστήρικτη τη Σερβία να ταπεινωθεί και πάλι, όπως ταπεινώθηκε στα 1909, όταν υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την αυστροουγγρική προσάρτηση.

Ωστόσο η εμπλοκή της Τουρκίας στο επίπεδο αυτό ήταν απόμακρη και έμμεση. Η Τουρκία μπήκε στον πόλεμο για πολύ διαφορετικούς λόγους. Από το 1900 η γερμανική εμπορική και στρατιωτική επιρροή στην Κωνσταντινούπολη είχε αυξηθεί πολύ. Οι Ρώσοι ανησυχούσαν ολοένα και περισσότερο με την προοπτική μιας Τουρκίας αναζωογονημένης κάτω από την επίδραση των Γερμανών. Μια τέτοια δύναμη στα Στενά θα είχε υπό τον έλεγχό της τη μόνη ρωσική πρόσβαση στη Μεσόγειο. Ο παλιός ιστορικός δεσμός μεταξύ Βερολίνου και Πετρούπολης, ο βασισμένος στην κοινή ενοχή της καθυπόταξης των Πολωνών, είχε αρχίσει να χαλαρώνει όταν οι διάδοχοι τού Βίσμαρκ αποφάσισαν να υποστηρίξουν χωρίς όρους τη Δυαδική Μοναρχία κατά της Ρωσίας (μια κρίσιμη ειδοποιός απόφαση). Ο δεσμός έσπασε τελείως από το φόβο της γερμανικής παρουσίας στα Στενά. Η ρωσική εχθρότητα οδήγησε τους Τούρκους να κλείσουν συμμαχία με τη Γερμανία στις 2 Αύγουστου 1914, την επομένη της ημέρας κατά την οποία η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία. Χρειάστηκε ωστόσο να περάσουν δύο μήνες και να φτάσει ένα γερμανικό καταδρομικό (που εξασφάλισε τη ναυτική υπεροχή στον Εύξεινο Πόντο) προτού η Τουρκία κάνει το άλμα. Και αυτό σήμαινε ότι ο πόλεμος θα εξαπλωνόταν ώς την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και τον Καύκασο, πολεμικά θέατρα που απείχαν πολύ από την Αλσατία και τη Λωρραίνη, αυτές που κάποτε φαίνονταν η μεγαλύτερη απειλή για την ευρωπαϊκή ειρήνη.

Ώστε λοιπόν ο ρόλος που έπαιξαν στα 1914 οι επίσημες συμμαχίες ήταν μικρός. Το καταπληκτικό γεγονός ως προς το πώς ακριβώς ήρθε η έκρηξη του πολέμου ήταν το σε ποια έκταση εντέλει η πολιτική υποτάχθηκε στα προβλήματα τεχνικής. Εκείνο που μέτρησε ήταν τα στρατιωτικά σχέδια και τα δρομολόγια των τρένων. Τελικά η γαλλορωσική συμμαχία δεν λειτούργησε καθόλου· η Αντάντ αποδείχθηκε πολύ αδύνατη για να παρασύρει τη Μεγάλη Βρετανία στον πόλεμο αν δεν γινόταν η γερμανική εισβολή στο Βέλγιο· οι σύμμαχοι της Γερμανίας, Ιταλία και Ρουμανία, είχαν μεγαλύτερα παράπονα κατά της Βιέννης παρά κατά της Αντάντ και έτσι έμειναν απ’ έξω· και —αποκορύφωμα της ειρωνείας της τύχης— το κρίσιμο ενδεχόμενο στο οποίο είχε στηριχτεί η γερμανοαυστριακή συμμαχία (πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Δυαδικής Μοναρχίας) στάθηκε ο τελευταίος και πιο περιττός κρίκος στην κύρια αλυσίδα των γεγονότων. Μόλις στις 6 Αυγούστου οι δύο αυτές αυτοκρατορίες κήρυξαν τον πόλεμο μεταξύ τους.

Επομένως η αποτυχία των διπλωματών, αν και αρκετά πραγματική, δεν προκαθορίστηκε από την ακαταμάχητη λειτουργία ενός συστήματος συμμαχιών που τους παγίδεψαν. Μεγάλο μέρος του παραδοσιακού συστήματος λειτουργούσε ακριβώς κατά τον αντίθετο τρόπο στην εικοσαετία πριν από το 1914. Όχι μόνο οι πολυδοκιμασμένες μέθοδοι της διπλωματίας απέτρεψαν τον πόλεμο για τη Φασόντα, το Μαρόκο, τη Βοσνία και το Αγκαντίρ, αλλά επιπλέον η Αφρική μοιράστηκε ειρηνικά και οριοθετήθηκαν τα συμφέροντα των δυνάμεων στην Κίνα. Ακόμα και τα επακόλουθα των Βαλκανικών Πολέμων απέδειξαν γι’ άλλη μια φορά ότι οι μεγάλες δυνάμεις μπορούσαν, αν ήθελαν, να επιβάλλουν τη θέλησή τους στους ταραχοποιούς μικρούς.

Η αποτυχία του φιλελευθερισμού

Αν παραδεχτούμε το γεγονός ότι οι συμμαχίες δεν οδήγησαν τον κόσμο θέλοντας και μη στη σύρραξη, αλλά ότι αυτό το προκάλεσαν πολλές και διάφορες δυνάμεις, αντιμετωπίζουμε ένα πρόβλημα σε διαφορετικό επίπεδο. Όταν απομονώσουμε τα γεγονότα που κατέστησαν πιθανές τις τελευταίες κρίσιμες αποφάσεις και κατανοήσουμε τη λογική του στρατιωτικού και εφοδιαστικού σχεδιασμού που επικράτησε τις τελευταίες εβδομάδες, και πάλι παραμένει εκπληκτικό πώς τόσο πολλοί Ευρωπαίοι φοβήθηκαν τόσο λίγο τον πόλεμο και έκαναν τόσα λίγα για να τον αποτρέψουν. Πρέπει να εξηγήσουμε γιατί οι σχετικά λίγοι άνθρωποι που κινούσαν τον μηχανισμό είχαν τόση πεποίθηση ότι οι πράξεις τους θα εγκρίνονταν από τα εκατομμύρια των υπηκόων τους.

Όλα αυτά γίνονται ακόμα πιο δυσκολονόητα επειδή τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας ήταν για πολλούς ανθρώπους η αποκορύφωση μιας εποχής φιλελεύθερου πολιτισμού και ιδεαλισμού. Η εποχή χαρακτηρίζονταν από μεγάλη αισιοδοξία για την προοδευτική διαφώτιση της διεθνούς κοινωνίας. Αυτού του είδους οι αποδείξεις έδιναν θάρρος σε ανθρώπους όπως ο Γκουτς —και υπήρχαν πολλοί σαν κι αυτόν. Οι Συνδιασκέψεις της Χάγης φαίνονταν να αποτελούν τα πρώτα βήματα προς τον αφοπλισμό, και πράγματι κάτι είχαν πετύχει στη ρύθμιση της διεξαγωγής του πολέμου μεταξύ πολιτισμένων χωρών. Υπήρχε ένα διεθνές κίνημα ειρήνης που ασκούσε ζωηρή προπαγάνδα. Η μέθοδος της διεθνούς διαιτησίας των διενέξεων μεταξύ δύο χωρών καθιερωνόταν ολοένα και περισσότερο. Ακόμα και όσοι αντιμετώπιζαν με σκεπτικισμό αυτά τα πράγματα μπορούσαν να παρηγοριούνται με τη σκέψη πως οι εμπορικοί και οι άλλοι οικονομικοί δεσμοί έκαναν σχεδόν αδιανόητη τη διατάραξη της διεθνούς ζωής μ’ έναν πόλεμο μεταξύ δύο μεγάλων δυνάμεων. Ακόμα και οι σοσιαλιστές είχαν εμπιστοσύνη: μήπως δεν γνώριζαν οι κυβερνήσεις ότι οι εργάτες όλων των χωρών θα τις εμπόδιζαν να βγουν στον πόλεμο, στην ανάγκη με απεργιακούς αγώνες;

Τουλάχιστον έτσι ήλπιζαν. Ελάχιστα προσοχή είχε δοθεί σε ό,τι θα μπορούσε να μετριάσει αυτή την αισιοδοξία. Η Δευτέρα Διεθνής, λόγου χάρη, δεν μπορούσε να οργανώσει πραγματικά συλλογική δράση κατά του πολέμου. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να συγκαλύπτει τις διενέξεις μεταξύ των σοσιαλιστών διαφόρων χωρών κάτω από αόριστες φόρμουλες. Στα 1914 οι φόρμουλες αυτές δεν σήμαιναν τίποτα. Στη Βρετανία ένας σοσιαλιστής υπουργός έφυγε από την κυβέρνηση, και οι Σέρβοι και οι Ρώσοι σοσιαλιστές καταδίκασαν τον πόλεμο. Αλλά αυτό ήταν όλο. Όπως το ήλπιζε ο Γερμανός καγκελάριος Μπέτμαν Χόλβεγκ, η ρωσική επιστράτευση ευθυγράμμισε το γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα στην πολιτική της αυτοκρατορικής κυβέρνησης. Η αποτυχία των σοσιαλιστών ήταν ώς ένα βαθμό το σύμπτωμα· ήταν απλώς η πιο απογοητευτική απόδειξη της αδυναμίας των ειρηνόφιλων και προοδευτικών δυνάμεων, που μόλις πριν από λίγα χρόνια έδειχναν τόση αυτοπεποίθηση. Η δύναμη που τις ανέτρεψε ήταν ο πατριωτισμός του παλιού καιρού.

Ο αιώνας μας, πολύ περισσότερο από τον προηγούμενο, είναι ο μεγάλος αιώνας του εθνικισμού. Από το 1914 και μετά περισσότερες νέες χώρες από κάθε άλλη φορά έχουν δημιουργηθεί, και είναι γενική η παραδοχή ότι έχουν το δικαίωμα να υπάρχουν. Ο Μεγάλος Πόλεμος υπήρξε από την άποψη αυτή ο μεγάλος θρίαμβος του εθνικισμού: καταθρυμμάτισε την ιστορική Ευρώπη, την Ευρώπη των δυναστειών, για να δημιουργήσει τις νέες χώρες της δεκαετίας του 1920. Αλλά το εθνικό αίσθημα είχε ήδη παίξει μεγάλο ρόλο στην κινητοποίηση της ψυχικής και συναισθηματικής συμπαράστασης η οποία στα 1914 άλλοτε στήριξε και άλλοτε παγίδεψε τις κυβερνήσεις. Τεράστια πλήθη ανθρώπων σε όλες τις πρωτεύουσες χαιρέτισαν με ενθουσιασμό την είδηση ότι οι περισσότεροι από αυτούς σύντομα θα στέλνονταν στο θάνατο.

Φυσικά η στιγμή της έκρηξης του πολέμου ήταν στιγμή μεγάλης συγκίνησης. Και είναι επίσης φανερό ότι κανείς δεν ήξερε τι πρόκειται να επακολουθήσει. Δυο χρόνια μετά, στα 1916, η «πολεμική κόπωση» και οι απώλειες είχαν αφαιρέσει παντού την ωστική δύναμη από τον πατριωτικό ενθουσιασμό. Ωστόσο, ακόμα και τότε, ελάχιστη υποστήριξη εύρισκε παντού η προοπτική μιας ειρήνης που δεν θα ισοδυναμούσε με νίκη. Εκ των υστέρων αυτό φαίνεται καταπληκτικό. Στο κάτω κάτω καμία χώρα δεν αντιμετώπισε στον Μεγάλο Πόλεμο ό,τι ήταν φανερό πως θα αντιμετώπιζαν η Μεγάλη Βρετανία ή η Ρωσία σε περίπτωση ήττας το 1940 ή το 1941. Γι’ αυτό δεν αρκεί η εξήγηση της απελπισίας που δημιουργεί ο φόβος. Η δύναμη του εθνικισμού δίνει το κλειδί για την εσωτερική φύση του Μεγάλου Πολέμου, του πιο δημοφιλούς πολέμου της ιστορίας όταν άρχισε, και του πιο δημοκρατικού αν ιδωθεί από την άποψη των ζωτικών δυνάμεων που επιστράτευσε καθώς προχωρούσε.

Αυτό δεν ήταν εύκολο να το προβλέψει κανείς. Και η συμπεριφορά των αντιπροσωπευτικών σωμάτων δεν είναι σαφής οδηγός. Η στάση του Ράιχσταγκ δεν προσφέρει σωστή μαρτυρία για τις αντιλήψεις του γερμανικού λαού και είναι αξιοπαρατήρητο ότι οι εκλογές τού 1914 στη Γαλλία (μοναδική μεγάλη δύναμη της Ευρώπης όπου ίσχυε καθολική ψηφοφορία στους άντρες) έφεραν ένα κοινοβούλιο εχθρικότατο στον νόμο του 1913 που επέβαλε την τριετή στρατιωτική θητεία. Από την άλλη πλευρά η βρετανική κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αντιμετώπισε μεγαλύτερη φασαρία από τους εσωτερικούς και κοινοβουλευτικούς επικριτές της παρά από το εκλογικό σώμα όταν ανέλαβε τα μεγάλα ναυπηγικά προγράμματά της.

Η δυσκολία να ερμηνευθούν φαινόμενα με ισχνές μαρτυρίες, όπως η κοινή γνώμη πριν από το 1914, οδήγησε σε προσπάθειες να αποδοθούν τα πιο κακόφωνα παραδείγματα εθνικισμού εκείνης της εποχής σε ενσυνείδητη προπαγάνδα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό έχει κάποια βαρύτητα. Λόγου χάρη, ο Βρετανικός Ναυτικός Σύνδεσμος (Navy League) και ο αντίστοιχος γερμανικός (Flottverein) είχαν κάνει πολλά για να ερεθίσουν το λαϊκό ενδιαφέρον για τον ναυτικό ανταγωνισμό. Ο απολογισμός που κάνει ο Ουίνστον Τσώρτσιλ για τα πριν από το 1914 έτη στο έργο του Η παγκόσμια κρίση δείχνει πόσο πλατιά επιρροή άσκησε η προπαγάνδα αυτή. Οι Γερμανοί εξωθούνταν από τις καμπάνιες δημοσιότητας του ναυαρχείου τους να πιστέψουν ότι μόνο ένας στόλος μπορούσε να τους εξασφαλίσει το σεβασμό των Βρετανών. Αυτό ανησυχούσε ακόμη κι όσους Εγγλέζους δεν είχαν ποτέ ενδιαφερθεί για τη ναυτική στρατηγική. Οι αριθμοί που παρουσίαζαν συγκριτικά τη δύναμη σε θωρηκτά γίνονταν εύκολα αντιληπτοί και εύκολα δραματοποιούνταν. Με τη σειρά τους οι Βρετανοί εκπρόσωποι τύπου χρησιμοποιούσαν οξύτατη γλώσσα, που προκαλούσε στους Γερμανούς το φόβο επανάληψης μιας νέας «Κοπεγχάγης» (το σημερινό ανάλογο θα ήταν να λέγαμε «ενός νέου Περλ Χάρμπορ») σε βάρος του γερμανικού στόλου. Το ότι το Βρετανικό Ναυαρχείο είχε ανάλογους φόβους δεν μπορεί να είναι άσχετο. Ο φόβος, και μάλιστα φόβος που εν μέρει έχει προκληθεί ενσυνείδητα, καταλαμβάνει μια από τις πρώτες θέσεις στον κατάλογο των αιτίων που εξηγούν τι συνέβη το 1914. Ο φόβος των συνεπειών μιας ρωσικής νίκης έδωσε τη δικαιολογία που χρειάζονταν οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες για να πολεμήσουν υπέρ της καπιταλιστικής και ιμπεριαλιστικής Γερμανίας το 1914. Ο φόβος όμως δεν είναι κατ’ ανάγκη η μόνη αιτία για πράξεις συλλογικής παραφροσύνης.

Στο κάτω κάτω το εθνικό αίσθημα και η ξενοφοβία δεν ήταν κάτι το καινούργιο. Το είχαν επιδείξει πιο βίαια οι Γάλλοι έναντι των Βρετανών την εποχή της Φασόντας και του Πολέμου των Μπόερ, βιαιότερα απ’ όσο το επέδειξαν οι Βρετανοί έναντι των Γερμανών στα 1914. Εκείνο που ήταν νέο —ή σχετικά νέο— ήταν τα κοινωνικά πλαίσια του εθνικιστικού αισθήματος πριν από το 1914. Ο πατριωτισμός και ο σοβινισμός ήταν τώρα διαδεδομένα στις πλατιές μάζες χάρη στα νέα τεχνικά και θεσμικά δεδομένα. Ένα από τα πιο θεμελιώδη ήταν, κατά παράδοξο τρόπο, η τεράστια διάδοση της λαϊκής εκπαίδευσης από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η διάδοση αυτή έφερε δύο σημαντικά αποτελέσματα. Το πρώτο ήταν ότι το μεγαλύτερο μέρος της εκπαίδευσης, καθώς παρεχόταν από το κράτος, οδήγησε στην εξάπλωση κοινών στάσεων και αξιωμάτων, πολλά από τα όποια ήταν στενά συνυφασμένα με το έθνος και τα σύμβολά του. Η στοιχειώδης εκπαίδευση, προσφέροντας στη μάζα του πληθυσμού πατριωτικά ποιήματα και πατριωτικά τραγούδια, όπως στη Γαλλία και τη Γερμανία, τελετές για την εθνική σημαία, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, εορτασμούς των βασιλικών γενεθλίων ή εξύμνηση του εθνικού παρελθόντος, όπως τη Μεγάλη Βρετανία, αποτέλεσε ίσως τον ισχυρότερο θεσμό για την εξάπλωση της συνείδησης μιας εθνικής ταυτότητας. Και τα έθνη κατά παράδοση δοκιμάζονταν δείχνοντας την ανδρεία τους στον πόλεμο.

Το δεύτερο σημαντικό αποτέλεσμα ήταν διάδοση της ικανότητας ανάγνωσης. Δεν είναι συμπτωματικό το ότι οι εφημερίδες κυνηγοί των εντυπωσιακών ειδήσεων εμφανίστηκαν στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες και στις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω στα 1900. Προϋπόθεση γι’ αυτό ήταν το μαζικό αναγνωστικό κοινό, και εκείνη την εποχή αυτό το είχε δημιουργήσει η μαζική εκπαίδευση. Γρήγορα συνδέθηκαν μ’ ένα κραυγαλέο πατριωτικό ύφος της δημοσιογραφίας, που πρώτοι καρποί της ήταν ο εξερεθισμός της αμερικανικής κοινής γνώμης εναντίον της Ισπανίας το 1898 και η βρετανική υστερία για το Μέιφκινγκ. Μπορούσαν να προκαλούν την έξαψη του μεγάλου κοινού για τις διεθνείς υποθέσεις, οι οποίες άλλοτε ενδιέφεραν μόνο τη σχετικά ολιγάριθμη κυβερνώσα τάξη.

Μια περίεργη εκδήλωση της μεταβαλλόμενης νοοτροπίας στα λαϊκά στρώματα ήταν η ανάπτυξη μιας νέας κατηγορίας λαϊκών βιβλίων για φανταστικούς μελλοντικούς πολέμους. Μια ωραία πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι από το 1900, όταν εμφανίστηκε το Πώς οι Γερμανοί πήραν το Λονδίνο, ώς το 1914, όταν ο Κίνδυνος του Κόναν Ντόυλ πρόσφερε μια προφητική εξιστόρηση της απειλής που έμελλε να αντιμετωπίσει η Μεγάλη Βρετανία από τον ολοκληρωτικό πόλεμο των υποβρυχίων, δημοσιεύθηκαν κάπου 180 βιβλία με το θέμα αυτό στις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ήταν περίπου διπλάσια απ’ όσα είχαν εμφανιστεί στα 14 τελευταία χρόνια πριν από το 1900. Παντού έγιναν δεκτά με ενθουσιασμό. Στη Γερμανία, το Der Weltkrieg (1904), που παρουσίαζε πώς οι Γερμανοί κατακτούσαν τη Μεγάλη Βρετανία, έγινε μπεστ-σέλερ. Τη μεγαλύτερη επιτυχία σημείωσε ένα εγγλέζικο βιβλίο του 1906, το Η εισβολή του 1910 του Γουίλλιαμ Λε Κιου (William Le Queux) , που πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα.

Τα βιβλία αυτά άσκησαν μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση των στερεότυπων που γέμιζαν το μυαλό των περισσότερων ανθρώπων κάθε φορά που έστρεφαν τη σκέψη τους στα διεθνή ζητήματα. Πολλά προωθούνταν ένθερμα από κύκλους ενδιαφερομένων. Ο Λόρδος Ρόμπερτς υποστήριζε το βιβλίο του Λε Κιου σαν πολύτιμη συνηγορία υπέρ της κίνησης για την καθιέρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας. Τα βιβλία αυτά αντικατοπτρίζουν επίσης τις μετατοπίσεις της κοινής γνώμης. Στα 1900 ο εχθρός στα αγγλικά βιβλία αυτού του είδους ήταν ακόμη συνήθως ο Γάλλος. Στα 1903 ο Έρσκιν Τσάιλντερ περιέγραψε ένα γερμανικό σχέδιο εισβολής στην Αγγλία στο Αίνιγμα των άμμων, και από εκεί και πέρα ο απειλητικός κίνδυνος ήταν συνήθως η Γερμανία. Τα βιβλία αυτά προετοίμασαν την κοινή γνώμη για τους φόβους και τις συγκινήσεις που έμελλε πρώτα να στηρίξουν τα μεγάλα προγράμματα εξοπλισμών και αργότερα να θρέψουν τα μίση που εκμεταλλεύτηκαν οι επαγγελματίες προπαγανδιστές στα χρόνια του πολέμου.

Άλλο ένα επικίνδυνο χαρακτηριστικό της προπολεμικής κοινωνίας ήταν η εξοικείωσή της με τη βία. Οι περισσότεροι άνθρωποι κάτι αντιλαμβάνονταν γι’ αυτήν, έστω και εξ ακοής. Όταν εξετάζουμε τη «χρυσή εποχή», όπως συχνά εμφανίζονται ότι ήταν τα προ του 1914 χρόνια, οφείλουμε να προφυλασσόμαστε από το ενδεχόμενο της επιλεκτικής χρήσης των πηγών. Όπως παρατήρησε ο οικονομολόγος Τζ. Μ. Κέυνς μετά τη λήξη του πολέμου (και η αλήθεια της παρατήρησης του ήταν πρόδηλη), η κρούστα του πολιτισμού ήταν πολύ λεπτή. Σε πολλές χώρες ο φόβος της επανάστασης ήταν βαθύς, και τον μεγάλωνε η κοινωνική βία, φαινόμενο τόσο συνηθισμένο στην τελευταία προπολεμική δεκαετία. Ξεχωριστά μεγάλα επεισόδια, όπως η Τραγική Εβδομάδα (Semana Trágica) στη Βαρκελώνη το 1909 ή η Ρωσική επανάσταση του 1905, συνέβαλαν πολύ στο να δημιουργηθούν αυτοί οι φόβοι, αλλά κι αυτοί τρέφονταν σχεδόν καθημερινά από το ασταμάτητο ρεύμα της κοινωνικής αναταραχής και βίας. Ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζοβάννι Τζολίττι χαρακτηριζόταν μεγάλος ανθρωπιστής ιδεαλιστής (ή αντιθέτως άνανδρος μειοδότης) επειδή υποστήριζε ότι ίσως υπήρχε κάποιος καλύτερος τρόπος από τη βία για ν’ αντιμετωπιστούν οι κοινωνικές αναταραχές στην Ιταλία. Ο Κλεμανσώ, πολύ προτού γίνει διάσημος σαν σωτήρας της Γαλλίας, έγινε μισητός στους Γάλλους σοσιαλιστές με την αμείλικτη αντιμετώπιση των απεργιών. Ακόμα και στη Μεγάλη Βρετανία η χρησιμοποίηση στρατού για την υποστήριξη των πολιτικών αρχών ήταν συνηθισμένη στα προπολεμικά χρόνια.

Εξάλλου όλη η βία ή η ενδεχόμενη βία που αντιμετώπιζαν οι κυβερνήσεις δεν προερχόταν αποκλειστικά από κοινωνικά ή οικονομικά αιτήματα. Η τρομοκρατική ενέργεια που εκδηλώθηκε στο Σεράγεβο αποτελούσε από χρόνια απειλή για την αυτοκρατορία των Αψβούργων. Στην Πολωνία νεαροί επαναστάτες λήστευαν ταχυδρομικά καταστήματα για να εξασφαλίσουν χρήματα για τον αγώνα τους. Ο εθνικισμός, σε όσες χώρες κράτος και έθνος δεν συνέπιπταν, ήταν πολύ βιαιότερη εκρηκτική δύναμη από το ταξικό μίσος. Μάλιστα το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα στα 1914 το έδωσε η Μεγάλη Βρετανία, όπου δύο ασυμφιλίωτες κοινότητες, οι νότιοι Ιρλανδοί και οι κάτοικοι του Ώλστερ, οδήγησαν τη χώρα στα πρόθυρα τού εμφυλίου πολέμου και πρόσφεραν στον κόσμο το καταπληκτικό θέαμα ηγετών του Συντηρητικού Κόμματος να εξωθούν σε ένοπλη αντίσταση εναντίον νόμων που είχαν ψηφιστεί από το Κοινοβούλιο.

Ο φόβος της επανάστασης

Έχει κατά καιρούς ειπωθεί ότι οι φόβοι και οι εντάσεις που προέρχονταν από αυτές τις αιτίες οδηγούσαν μερικούς ανθρώπους να καλοσωρίζουν τον πόλεμο σαν μέσο αποφυγής της επανάστασης. Υπάρχει κάποια αλήθεια σ’ αυτό. Ασφαλώς η κρίση του Ώλστερ εξατμίστηκε σε μια μέρα όταν η έκρηξη του πολέμου απομάκρυνε την απειλή του Κινήματος για Αυτοδιοίκηση. Είναι επίσης αλήθεια ότι πολλοί χαιρέτησαν τον πόλεμο από άγνοια του τι πράγματι σήμαινε. Κι αυτό δεν ήταν μόνο άγνοια των συνεπειών του πολέμου αλλά και άγνοια του πώς θα εξελισσόταν ο χαρακτήρας του στη διάρκειά του. Στρατιώτες, ναύτες και πολίτες υπέθεταν, λόγου χάρη, ότι ο πόλεμος θα ήταν σύντομος. Σχεδόν κανείς δεν είχε προβλέψει την καταστρεπτική δύναμη των σύγχρονων όπλων και τις απώλειες που θα προξενούσαν. Εξίσου απρόβλεπτο ήταν ότι οι μηχανές εσωτερικής καύσης, το συρματόπλεγμα, το πολυβόλο και το αεροπλάνο θα προκαλούσαν επανάσταση στην τακτική. Προπαντός κανένας δεν ονειρευόταν, όπως αποδεικνύει η φανταστική πολεμική λογοτεχνία, την απανθρωπιά του πολέμου του εικοστού αιώνα. Μόνον ένας συγγραφέας, ο Ελβετός Ιβάν Σ. Μπλοκ, σκιαγράφησε σωστά τη φύση του επόμενου πολέμου (ένας άλλος συγγραφέας, ο μεγαλοφυής Χ. Τζ. Γουελς (H. G. Wells), είδε ακόμα πιο μακριά και έγραφε ήδη από τα 1913 για «ατομικές βόμβες»). Οι περισσότεροι άνθρωποι φαντάζονταν ότι ο πόλεμος θα ήταν μια βίαιη, αλλά σύντομη αναμέτρηση στρατών και στόλων. Η τόσο μεγάλη άγνοια έκανε ευκολότερο το να νομίζουν οι πολιτικοί ότι ο πόλεμος είναι μια λύση που απλοποιεί τα πράγματα και απαλλάσσει από προβλήματα που κατά οποιονδήποτε άλλον τρόπο είναι σχεδόν άλυτα. Αλλά και οι επαναστάτες της ανατολικής Ευρώπης, διαισθανόμενοι τη ζημιά που θα μπορούσε να κάνει ο πόλεμος στις μισητές τους μεγάλες αυτοκρατορίες, σκέφτονταν τα ίδια. Ωστόσο αυτό που προετοίμασε τον κόσμο να αποδεχτεί τον πόλεμο δεν ήταν μόνο η άγνοια του τι επρόκειτο να φέρει. Ένα από τα πιο εκπληκτικά χαρακτηριστικά της υποδοχής του πολέμου όταν ξέσπασε ήταν ο ενθουσιασμός που επέδειξαν όχι μόνο οι ημιμαθείς και ξενόφοβες μάζες άλλα και οι διανοούμενοι. Ο Βάλτερ Ρατενάου, Γερμανός οικονομολόγος και μέλλων υπουργός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, θυμόταν ακόμα και στα 1918 την έκρηξη του πολέμου σαν την «ηχηρή πρώτη συγχορδία ενός αθάνατου ύμνου θυσίας, πίστης και ηρωισμού», ενώ ο μεγάλος ιστορικός Μάινεκε την αναπολούσε αργότερα σαν στιγμή «βαθύτατης χαράς». Από αγγλικής πλευράς ένα φημισμένο παράδειγμα είναι ο ποιητής Ρούπερτ Μπρουκ. Το ενθουσιώδες —και δεύτερης ποιότητας— ποίημα του «Δόξα στο Θεό που μας ανέδειξε αντάξιους της δικής Του ώρας» εκφράζει μια στάση που τη συμμερίζονταν πολλοί σύγχρονοι σε όλες τις χώρες. Στην Ιταλία πολλοί ταράχτηκαν με το ενδεχόμενο να τηρήσει η πατρίδα τους ουδετερότητα.

Τις αντιδράσεις αυτές απέναντι στον πόλεμο τις διαπότιζε ένα σημαντικό χαρακτηριστικό του προπολεμικού πολιτισμού που συχνά έχει αγνοηθεί, και που, όταν διαπιστώθηκε, ερμηνεύθηκε μάλλον σαν δημιούργημα παρά σαν στοιχείο της προεργασίας του Μεγάλου Πολέμου. Αυτό είναι η εσκεμμένη καλλιέργεια αξιών τελείως αντίθετων προς τις αξίες του επικρατούντος εκείνη την εποχή φιλελεύθερου πολιτισμού. Στην πίστη στη λογική, την κληρονομημένη από τον Διαφωτισμό, αντιτασσόταν η εξύμνηση του παραλόγου σαν πηγής των μεγαλύτερων θριάμβων του ανθρώπου· στα φιλελεύθερα εγκώμια των αρετών της συνεργασίας και της διαπραγμάτευσης ως υπέρτατων μεθόδων κοινωνικής συμβίωσης αντιτασσόταν η διδασκαλία εκείνων που έβλεπαν τη σύγκρουση και τη βία σαν κινητήριες δυνάμεις της προόδου.

Οι ρίζες αυτών των πολιτιστικών ρευμάτων είναι πολύ βαθιές. Οι διδασκαλίες του Κάρολου Μαρξ και του Δαρβίνου για τον κοινωνικό και το βιολογικό ρόλο της σύγκρουσης πρέπει να συναριθμηθούν σ’ αυτές. Μία άλλη ήταν τα πολύ παρεξηγημένα και από πολλούς αναμασούμενα κείμενα του Φρειδερίκου Νίτσε. Μερικοί από τους πρωτοπόρους του αντιορθολογιστικού κύματος δεν είχαν επίγνωση των συνεπειών των πράξεών τους. Η επίθεση του Ζίγκμουντ Φρόυντ εναντίον του πρωτείου της λογικής διεξαγόταν εν ονόματι της επιστημονικής έρευνας και της θεραπευτικής μεθόδου, και ο Γουίλλιαμ Τζέιμς, που η φιλοσοφία του του «πραγματισμού» κατέκτησε θαυμαστές στην Ευρώπη στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, κατέβαλε μια υγιή προσπάθεια να προσγειώσει τη φιλοσοφία στο στέρεο έδαφος της κοινής εμπειρίας. Ωστόσο οι πηγές αυτές εξέθρεψαν ένα ρεύμα βαθύτατα καταστρεπτικό των αξιωμάτων του φιλελεύθερου πολιτισμού, αυτού ακριβώς που έκανε δυνατή την ύπαρξή τους.

Τούτο φάνηκε σαφέστατα και απερίφραστα στις προσπάθειες δικαιολόγησης της βίας και του αντιορθολογισμού με όρους της ηθικής ή της αισθητικής. Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα ήταν ο Γάλλος μηχανικός (που μεταβλήθηκε σε φιλόσοφο) Ζωρζ Σορέλ. Στο έργο του Στοχασμοί πάνω στη βία (1908) δικαιολογεί τη βίαιη δράση των εργατών στις βιομηχανίες με βάση μιαν αντίληψη της ιστορίας που αποδίδει όλα τα μεγάλα επιτεύγματα στη βία και στις ηρωικές στάσεις που καλλιεργούνται από τον αγώνα και το μύθο. Περιφρονούσε τους διανοούμενους και τους κοινοβουλευτικούς της εποχής του ότι τάχα ευνούχιζαν τον πολιτισμό τους με το να στρέφουν την προσοχή του σε υλικούς στόχους και στην ορθολογική διευθέτηση των διενέξεων. Σε αυτό έμοιαζε στον Ιταλό ποιητή Γκαμπριέλε ντ’ Αννούντσιο, τον οποίο ο Λένιν έμελλε να παραδεχτεί αργότερα σαν τον μοναδικό αληθινό επαναστάτη της Ιταλίας. Ο Ντ’ Αννούντσιο είχε απολαύσει με την ψυχή του τα υλικά αγαθά της αστικής κοινωνίας, αλλά είχε προσχωρήσει στους βίαιους Ιταλούς εθνικιστές που παρακινούσαν τους συμπατριώτες τους να εισβάλουν στην Τριπολίτιδα στα 1911 σαν ένα πρώτο βήμα προς την εθνική αναγέννηση μέσω του ηρωισμού και της θυσίας.

Και άλλοι Ιταλοί έδειχναν μια προτίμηση για τη βία. Ένας από τους πιο παράξενους ήταν ο ζωγράφος και ποιητής Μαρινέττι, ηγέτης των «φουτουριστών», που είχαν αρχίσει κιόλας την επίθεση εναντίον των παραδεδεγμένων αισθητικών αξιών, η οποία αποκορυφώθηκε με το σουρεαλισμό. Η περιπέτεια της Τριπολίτιδας στα 1911 έδειχνε, κατ’ αυτόν, πως η ιταλική κυβέρνηση είχε επιτέλους γίνει φουτουριστική, και τα πολιτιστικά του ενδιαφέροντα τον τραβούσαν ολοένα και περισσότερο στα πολιτικά θέματα. Μια από τις εφευρέσεις των φουτουριστών τις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, η «αντιουδετερόφιλη ενδυμασία», ήταν απλώς μια κωμωδία, αλλά ακόμα και τέτοιες χειρονομίες πιστοποιούσαν τη χρεωκοπία του παραδοσιακού πολιτισμού και της παραδοσιακής αυθεντίας στα μάτια μεγάλου τμήματος της νεολαίας. Τις φανταχτερές κοινοτυπίες του φιλελευθερισμού τις αισθάνονταν στενάχωρες και πνιγηρές. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν σ’ αυτές· το μόνο που ήθελαν ήταν να τις συντρίψουν. «Σκατά στις Βερσαλλίες, Πομπηία, Βρύγη, Οξφόρδη, Νυρεμβέργη, Τολέδο, Μπεναρές!», διακήρυσσε ο Γαλλος ποιητής Απολλιναίρ σε ένα φουτουριστικό φυλλάδιο. Οι πολιτιστικοί επαναστάστες καλοσώριζαν, όπως και οι πολιτικοί, έναν πόλεμο που υποσχόταν να καταστρέψε το στάτους κβο.

Πολλοί άνθρωποι της μεσαίας τάξης είχαν εκφράσει δυσαρέσκεια για τον υλικά ικανοποιητικό άλλα ηθικά ανέμπνευστο κόσμο των αρχών του εικοστού αιώνα. Ο Γουίλλιαμ Τζέιμς είχε πει κάποτε ότι η ανθρωπότητα έχει ανάγκη να βρει ένα «ηθικό ισοδύναμο του πολέμου» —μια εμπειρία που θα έχει τις ίδιες απαιτήσεις ηρωισμού, τις ίδιες δυνατότητες απαλλαγής από τη μονοτονία και τη συμβατικότητα. Στα 1914 η συμπεριφορά και των σκεπτόμενων ακόμα ανθρώπων σε όλη την Ευρώπη έδειξε πόσο λίγη πρόοδος είχε σημειωθεί προς αυτόν τον άπιαστο σκοπό. Η κόπωση και η ασφυξία του φιλελεύθερου πολιτισμού έστρεψε τους ανθρώπους εναντίον του, ακριβώς όπως, κατά παράδοξο τρόπο, και η υλική του επιτυχία.

Δεν μπορούμε λοιπόν να ανιχνεύσουμε όλες τις καταβολές του πολέμου στα διπλωματικά έγγραφα ή στα σχέδια των επιτελείων. Ακόμα κι όταν θα τα έχουμε κάνει όλα φύλλο και φτερό, θα απομένουν ακόμα πολλά σημαντικά ερωτήματα για τη μαζική ψυχολογία και την πνευματική κόπωση, στα οποία πρέπει να δοθεί απάντηση προτού μπορέσουμε με βεβαιότητα να αποφανθούμε για το πώς έγινε και δημιουργήθηκε ένας τόσο μεγάλος κατακλυσμός. Ένας από τους πρωταγωνιστές του, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, σκιαγράφησε σύντομα τη δική του διάγνωση στα 1914, όταν έγραψε: «Υπήρχε μια παράξενη διάθεση στην ατμόσφαιρα. Ανικανοποίητες από την υλική ευημερία, οι χώρες στράφηκαν ανήσυχες προς έναν αγώνα εσωτερικό ή εξωτερικό». Μόνο μέσα σε αυτά τα πλαίσια είναι δυνατό να κατανοηθούν οι αυτοματικές κινήσεις των μεγάλων στρατιωτικών μηχανισμών κατά τις τελευταίες κρίσιμες μέρες, γιατί μόνο αυτή η διάθεση είχε προετοιμάσει τους ανθρώπους, αργά και ανεπαίσθητα, να αποδεχτούν αυτούς τους μηχανισμούς.




Μόναχο, 2 Αυγούστου 1914. Στην Πλατεία Οντεόν τα πλήθη διαδηλώνουν υπέρ του πολέμου. Ανάμεσά τους κι ένας νεαρός αποτυχημένος ζωγράφος από κάποιο χωριό της Αυστρίας. (Φωτογραφία Χάινριχ Χόφμαν).

Το κείμενο είναι από το βιβλίο του J. M. Roberts Europe in the Twentieth Century (Τόμ. 1: 1900-1914. Λονδίνο: Taplingder, 1971, σ. 255-262), σε δική μου μετάφραση.
 
Last edited:
Συγχαρητήρια και ευχαριστίες, Εαρίωνα, και για την επιλογή του κειμένου και για τη μετάφραση!
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Σήμερα, σε περίεργο διάλειμμα, κατάφερα να διαβάσω τον Ρόμπερτς σου. Τεράστιο, άριστα επιλεγμένο και δουλεμένο κομμάτι, και σ’ ευχαριστούμε. Ο Ρόμπερτς ήταν μέσα στους συγγραφείς που διαβάζαμε τότε που έκανα κι εγώ λίγη ιστορία (πάνε σχεδόν σαράντα χρόνια). Μας βάζανε να κάνουμε εργασίες και έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε κάπου 4-5 πηγές από τα βιβλία της βιβλιοθήκης κάθε φορά. Καθόταν μετά ο κύριος Νέιλορ και γέμιζε τα περιθώρια του γραπτού μας με εξαντλητικές παρατηρήσεις. Ίσως κάτι να έμεινε, όχι πολλά όμως όταν δεν τα φρεσκάρεις τακτικά με παρόμοια διαβάσματα. Αλλά και τώρα, για να μου μείνει αυτό που διάβασα, θα πρέπει να το δω σε λίστα με τα κυριότερα σημεία. Και να κάνω καμιά δεκαριά φορές τεστ με πολλαπλές ερωτήσεις. Το να διαβάζεις Ρόμπερτς είναι συχνά σαν να κυνηγάς λαγό σε λόχμες.

Πώς, αλήθεια, θα σχεδίαζες το ιδανικό διαδικτυακό μάθημα για να διδάξεις τα αίτια του Πρώτου Παγκόσμιου σε μαθητές της δευτεροβάθμιας; Και να τους μείνουν δέκα πράγματα που θα θυμούνται σ’ όλη τους τη ζωή; Αξιοποίησε ελεύθερα τις δυνατότητες των νέων τεχνολογιών.

Και κάτι που δεν θυμάμαι αν έχουμε ξανασυζητήσει. Έχω κάποιο πρόβλημα με τις αποδόσεις «Ευρωπαϊκή Συναυλία» ή «Συναυλία της Ευρώπης» ή «Κονσέρτο της Ευρώπης» που υπάρχουν απ’ τα παλιά για το Concert of Europe. Κυκλοφορεί τώρα μια διορθωμένη απόδοση στη Βικιπαίδεια, «Ευρωπαϊκή Συμφωνία». (Είναι διορθωμένος τίτλος, έχει μείνει Συναυλία στο ψαχνό.) Πρόκειται φυσικά για την πρώτη σημασία του concert, συμφωνία, συνεννόηση, σύμπνοια, αρμονία, που χρησιμοποιείται ακόμα και που κανένας δεν θα διανοούνταν να αποδώσει με μουσικό όρο, π.χ. στα παρακάτω παραδείγματα από το ODE:

For him Zionism was a matter of the organic growth of small, secular Jewish communities in harmonious concert with their Arab neighbours.
In this new era of terror, stability is dependent upon this new concert acting in harmony.
Tristen's body and mind, forged like fine steel through countless decades of combats real and exercised, worked in harmonic concert.
 

Earion

Moderator
Staff member
Έχεις δίκιο. Η απόδοση του όρου με απασχόλησε, αλλά όχι για πολύ. Τόσο όσο να θυμηθώ ότι concert θα πρέπει να είναι η συναυλία, αφού η συμφωνία είναι symphony. Και δεν αντιστάθηκα όταν διαπίστωσα ότι μπορώ να στοιχηθώ πίσω από έναν Θεοτοκά, έναν Βενιζέλο, έναν Μαρκεζίνη, μια Δόμνα Δοντά, Βερέμη—Κολιόπουλο, Κοραντή, Κωνσταντίνο Αιλιανό ...




John Morris Roberts (1928–2003). Ελαιογραφία του Tai-Shan Schierenberg. Συλλογή Μέρτον Κόλετζ, Οξφόρδη

Υ.Γ. Στις υπόλοιπες ερωτήσεις σου δεν θέλω να βιαστώ να απαντήσω.

Υ.Γ. 2. Να υποθέσω ότι έπειτα από τέτοιο βομβαρδισμό υπάρχει κοινό που με παρακολουθεί και ζητά κι άλλο; :s
 
Last edited:

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Με σχεδόν 500 άρθρα παρουσιάστηκε στο διαδίκτυο η International Encyclopedia of the First World War. Είναι μια κοινή προσπάθεια πολλών γερμανικών φορέων όπως το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, η Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη και τα γερμανικά ιστορικά ινστιτούτα του Λονδίνου, της Μόσχας και της Βαρσοβίας. Θα βρείτε άρθρα από το ABC Pact, το σύμφωνο που υπέγραψαν το 1915 Αργεντινή, Βραζιλία και Χιλή για να αποφύγουν τη διάδοση του πολέμου στη Νότια Αμερική, μέχρι το διαβόητο τηλεγράφημα Τσίμερμαν (από το όνομα του Γερμανού ΥπΕξ Zimmermann) με το οποίο η Γερμανία υποσχόταν στο Μεξικό την Καλιφόρνια αν οι Μεξικανοί έμπαιναν στον πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ.


Υ.Γ. 2. Να υποθέσω ότι έπειτα από τέτοιο βομβαρδισμό υπάρχει κοινό που με παρακολουθεί και ζητά κι άλλο; :s
Ναι....!
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ένα μικρό γλωσσικό. Παρακολουθώντας ένα ντοκιμαντέρ για όσα οδήγησαν στον Α΄ ΠΠ παρατήρησα ότι οι αγγλόφωνες εφημερίδες (είδα μια αμερικανική και μια καναδική) της εποχής έγραφαν Servia και όχι Serbia.
 

pidyo

New member
Ένα μικρό γλωσσικό. Παρακολουθώντας ένα ντοκιμαντέρ για όσα οδήγησαν στον Α΄ ΠΠ παρατήρησα ότι οι αγγλόφωνες εφημερίδες (είδα μια αμερικανική και μια καναδική) της εποχής έγραφαν Servia και όχι Serbia.

Δεν το ήξερα. Να υποθέσω από παρετυμολογία από το λατινικό servo; Το λέω γιατί και ο Πορφυρογέννητος όταν μιλάει για την ίδρυση των Σερβίων του Αλιάκμονα από τον Ηράκλειο, με εγκατάσταση Σέρβων εποίκων, ετυμολογεί το εθνώνυμο (Σέρβλοι) από τα λατινικά.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
World War I Centenary: 100 Years Legacies, The Lasting Impact of World War I
The Wall Street Journal has selected 100 legacies from World War I that continue to shape our lives today.


Διαλέγω το πιο ολοφάνερα κατάλληλο για τη Λεξιλογία:

Words and Phrases, by Sarah Sloat
100 Years, 100 Legacies > 15/100

Even those who consider themselves untouched by World War I experience its legacy every time they talk about “acing” an interview, feeling “shell-shocked,” or seeing a movie that was a “dud.” Dozens of words handed down from the war have become entrenched in the English language.

“There weren’t a great number of new words invented, but there was a ‘melting pot’ in the war that helped words spread,” says Julian Walker, a linguist and the co-author, with military historian Peter Doyle, of “Trench Talk: Words of the First World War.” Words from other languages entered English, and regional words jumped borders.

On the front, British soldiers mixed with foreign troops, inevitably exchanging words and slang. “Cushy,” a word used today to mean comfortable, privileged or plush, entered English in World War I via Indian troops, for whom it meant “pleasant.” From American allies, the British learned to put miscreants in the “cooler,” and from Canadians they learned to “swipe” food, Mr. Walker says.

French words trickled in too. “Camouflage” was practically unused in English before the war, but soon bested whatever English had to offer.”Souvenir” ousted “keepsake,” and “morale” usurped “moral.”

British troops also mixed with each other, and some words earned their place in the modern tongue when war propelled them over regional barriers. This was especially true after 1916, when conscription was introduced in the U.K., Mr. Walker notes.

One word that caught on was “binge,” used in the English Midlands county of Lincolnshire before the war to describe a drinking bout. Today it’s used globally to mean overindulgence—in whiskey, doughnuts or shopping. Since the advent of video-on-demand, there’s even binge-watching.

The London slang “bloke” became popular in the war and climbed the social ladder. “By the end of the war you’ve got people using words they would have been shocked about before, who [in turn] spread them to their families and communities,” Mr. Walker says.

English owes the modern use of “ace” to fighter pilots. The deck’s most powerful card, the ace, became jargon for World War I pilots who shot down at least five planes. It’s now used as a verb—acing an exam—and an adjective, as in “ace reporter.”
In fashion, the raincoat worn by British officers emerged from the war as the “trench coat.” In medicine, the war spawned “trench foot” and “trench mouth,” as well as “shell shock,” a phrase popularized by a military psychologist.

Some words in limited use gained currency in the war. Though it existed before World War I, “dud” shot to prominence after soldiers applied it to shells that failed to explode. Soon it was being used more extensively, and now signifies disappointment in general, as in “that party was a dud.”

Similarly, one of the phrases most associated with World War I —no man’s land— was around well before 1914. According to Mr. Walker, it was used in medieval times for the area outside London’s city walls, but in the war came to mean unconquered territory.

“Some words that were used for centuries are now considered World War I words because we so associate them with the front,” he adds.

Το σχετικό νήμα μας: Στρατιωτική αργκό του Α΄ ΠΠ.

Slang and World War One by Julian Walker, British Library Articles


Κι άλλο ένα όπου έπεσε το μάτι μου: Flappers, by Liza Hearon.

Kαι το αντίστοιχο λεξιλογιακό: flapper = (στη δεκαετία του 1920) μοντέρνο κορίτσι, χειραφετημένη κοπέλα, τρελοκόριτσο, αγοροκόριτσο



Ήθελα να δω κι άλλα, αλλά φαίνεται πως μόνο δύο επιτρέπεται να δεις αν δεν έχεις συνδρομή.

Πάντως φαίνεται πως έχει πολύ ψαχνό και αρκετά εναύσματα για ψάξιμο και θα ήθελε αρκετή ώρα το ξεψάχνισμα.
Απ' αυτή την άποψη, ευτυχώς που δε μου επιτρέπει να δω τα άλλα, γιατί θα 'χα μείνει εκεί καμιά βδομάδα. Και βάλε.
 

Earion

Moderator
Staff member
Μπράβο Δαεμάνε! Εξαίρετη συμβολή και μάλιστα έρχεται σε μια σημαδιακή μέρα. Ας μην αφήσουμε να φύγει η Ενδεκάτη Νοεμβρίου (Μέρα της Ανακωχής, αλλά και Μέρα Μνήμης) χωρίς να στραφεί η σκέψη μας προς τα εκεί για λίγες στιγμές.

Το Διαδίκτυο γεμίζει όλο και περισσότερο με υλικό από δημόσιες και ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Φαίνεται πως οι μνήμες του Πρώτου Πολέμου αναδύονται από κάθε μεριά όλο και πιο πυκνές. Πολλά και ενδιαφέροντα βρίσκω στο Europeana 1914-1918, όπως π.χ. ένα αυστραλιανό γλωσσάρι Digger dialects: slang phrases used by Australian soldiers.

Βλέπω μάλιστα ότι κυκλοφορούν και βιβλία σχετικά:
Peter Doyle και Julian Walker.Trench Talk: Words of the First World War.
Lorenzo N. Smith. Lingo of No Man’s Land (αυθεντικό: Sgt. Lorenzo N. Smith served in the First Canadian Contingent and was wounded in battle at Messines. He compiled this dictionary while working for the British-Canadian Recruiting Mission in 1918).
 

nickel

Administrator
Staff member
Να προσθέσω, με μικρή καθυστέρηση, ένα σημείωμα της Κίττυς Ξενάκη από τα Νέα:

Παπαρούνες
Κίττυ Ξενάκη | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 10/11/2014 Τα Νέα |

«Στις πεδιάδες της Φλάνδρας, παπαρούνες ανθίζουν
Ανάμεσα στους σταυρούς σειρά με τη σειρά
Τη δικιά μας θέση έτσι θυμίζουν...»
Στις πεδιάδες της Φλάνδρας, Τζον Μακρέι, 1915

Η πρώτη κεραμική παπαρούνα τοποθετήθηκε στον Πύργο του Λονδίνου στις 17 Ιουλίου. Κανείς δεν έδωσε σημασία. Πέρασε καιρός μέχρι η εικαστική εγκατάσταση να μετατραπεί στο κόκκινο ποτάμι που ξεχύνεται από το παράθυρο στην τάφρο του Πύργου. Αύριο, Ημέρα Ανακωχής, θα ολοκληρωθεί. Οι καλλιτέχνες Τομ Πάιπερ και Πολ Κάμινγκς θα τοποθετήσουν την τελευταία κεραμική παπαρούνα, υπ' αριθμόν 888.246 - όσοι και οι βρετανοί στρατιώτες που σκοτώθηκαν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι θα έχουν επισκεφθεί πια αυτό το εφήμερο γλυπτό, που φέρει τον τίτλο «Αίμα σάρωσε τη Γη και θάλασσες έγιναν κόκκινες». Η απήχηση της εγκατάστασης ξεπέρασε κάθε προσδοκία και αυτό δεν διέφυγε ούτε από τη βασίλισσα Ελισάβετ, η οποία υποκλίθηκε μπροστά στις παπαρούνες τον Οκτώβριο, ούτε από τον Νάιτζελ Φάρατζ, τον ηγέτη του αντιευρωπαϊκού, εθνικιστικού και ξενόφοβου UKIP, που φωτογραφίστηκε με τα μάτια υγρά από πατριωτική συγκίνηση. Ο βρετανός υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Oζμπορν ανακοίνωσε πως δεν θα εισπράξει ΦΠΑ από την πώληση των κεραμικών λουλουδιών - εκατοντάδες χιλιάδες Βρετανοί περιμένουν να παραλάβουν μία παπαρούνα αντί 32 ευρώ, υπέρ ενώσεων για τους βετεράνους του Πολέμου. Ο φιλόδοξος δήμαρχος του Λονδίνου Μπόρις Τζόνσον έκανε ολόκληρη εκστρατεία ώστε να παραταθεί η διάρκεια ζωής αυτής της «ατραξιόν με την παγκόσμια διάσταση», κι ας επέμεναν οι καλλιτέχνες στον «εφήμερο» χαρακτήρα της, καθ' εικόνα της ζωής των θυμάτων. Ο βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον βρήκε «εξαιρετικά συγκινητικό» αυτό τον φόρο τιμής στους στρατιώτες που, μέχρι σήμερα, «υπερασπίζονται τις ελευθερίες και τον τρόπο ζωής μας». Λίγοι τόλμησαν να στηλιτεύσουν το γεγονός ότι οι Βρετανοί τιμούν μόνο «τους δικούς τους» - και είναι ακριβώς αυτή η εσωστρέφεια που επιτρέπει στο UKIP να θριαμβεύει. Λίγοι τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν πως ο πόλεμος δεν πρέπει να εξωραΐζεται και πως αντί για υπέροχες κεραμικές παπαρούνες, η τάφρος του Πύργου του Λονδίνου θα έπρεπε να πλημμυρίσει από οστά και συρματοπλέγματα. Περιχαρής ο Κάμερον ανακοίνωσε το Σαββατοκύριακο ότι οι παπαρούνες θα παραμείνουν στη θέση τους για δύο εβδομάδες ακόμα, προτού περιοδεύσουν στη χώρα και καταλήξουν κάποιες στο μουσείο και άλλες στα σπίτια υπερήφανων Βρετανών.




http://www.bbc.com/news/uk-england-london-30014867
 

SBE

¥
Έχει μερικές ανακρίβειες: π.χ. την τελευταία παπαρούνα τοποθέτησε χτες ένας πιτσιρίκος που δεν θυμάμαι πώς επιλέχτηκε.
Για το άλλο ζήτημα, της εσωστρέφειας, από τον Ιανουάριο που ξεκίνησαν τα τηλεοπτκά αφιερώματα δεν έχει περάσει μία μέρα χωρίς κάτι σχετικό στην τηλεόραση. Και σήριαλ και ντοκιμαντέρ, και ταινίες και απ' όλα έχουν δει όσοι ενδιαφέρονται (εγώ τα έχω αποφύγει όσο γινόταν). Έχουν δείξει προγράμματα για τους στρατιώτες, για τους πολίτες, για τις νοσοκόμες, για τα ζώα του Α' ΠΠ, για την στρατιωτική τεχνολογία, για τους γιατρούς, για την πλαστική χειρουργική κλπ. Αν ερχόταν κανένας εξωγήινος χωρίς γνώσεις ιστορίας και τα έβλεπε θα νόμιζε ότι ο πρώτος ΠΠ ήταν ως εξής:
Από τη μια μεριά όλη η νεολαία της Βρετανίας με καμιά πεντακοσαριά Καναδούς και Αυστραλούς* κι από την άλλη οι Γερμανοί και κανένας άλλος. Οι Βρετανοί είχαν τις μεγαλύτερες απώλειες απ' όλους**. Ο πόλεμος οδήγησε στην κατάρρευση της μοναρχίας στη Γερμανία. Μόνο.***
κλπ κλπ κλπ.

* Περίπου 4 εκ. ήταν οι εθελοντές από τις αποικίες, που περιλάμβαναν και Ινδούς και μαύρους.
** Βλ. τον πίνακα της Μπέρνι για το ποιος είχε τις μεγαλύτερες απώλειες.
*** Βλ. Αυστροουγγαρία.
 
Top