Λεξιπλασίες (Nonce words)

Zazula

Administrator
Staff member
ediot
1. ο ηλίθιος συντάκτης ή επιμελητής (λεξική διασταύρωση των editor και idiot)
2. η μορφή στην οποία περιήλθε το e-idiot με τη μανία εξάλειψης των ενωτικών που τους έχει πιάσει όλους· στην ελληνική αποδίδεται (κατά ΕΛΕΤΟ) ως ηληλίθιος, και με απλολογία σκέτο ηλίθιος - τρανή απόδειξη ότι η ηλιθιότης είναι πολύ πάνω και πέρα από οποιεσδήποτε τεχνολογικές εξελίξεις :)
 

Zazula

Administrator
Staff member
C4Iασμένος (προφέρεται: συφοριασμένος)
Ο δυστυχής για τις περί το C4I εξελίξεις· (κατ' επέκταση) ο Δήμος Βερύκιος [προσοχή! - να μη συγχέεται με το ομόηχο C4Iασμένως, ήγουν τον ευτυχή από τις προς αυτόν καταβληθείσες παχυλές μίζες για την αγορά του C4I]

Cμ4Ι (προφέρεται: συμφοράι)
Το σύστημα C4I της χώρας μας || (τριτοπρόσ. ρήμα - μόνο ενεστ.) συμφοράει· (γενικότ.) καθετί που πράττει η ΕΛ.ΑΣ. Πάνω που ετοιμάστηκε να παραδοθεί ο ληστής, εμφανίζεται ένα περιπολικό και συμφοράει την όλη κατάσταση. [προσοχή! - να μη χρησιμοποιείται ως αντίθετο το αποσυμφοράει· η ΕΛ.ΑΣ. είναι τόσο άπιαστη, που δεν υπάρχει αντίλογος στο συμφοράι της]
 
Ψωνιάδης: νομάρχης-μαϊντανός-φετίχ κουτσομπολίστικων εκπομπών, ο οποίος, ως άλλος βασιλιάς Ήλιος, αναφέρεται στον εαυτό του σε γ' ενικό πρόσωπο.

Ψωνιάδου: οπαδός της σχολής Ψωνιάδη, συνήθως ξανθιά wannabe τραγουδίστρια/ηθοποιός/μπουζουξού, η οποία σε συνεντεύξεις αναφέρεται στον εαυτό της σε γ' ενικό πρόσωπο.

Δημοσιογράφος: Πες μου δυο λόγια για τον εαυτό σου, Μαριγούλα.
Ψωνιάδου: Η Μαριγούλα είναι ένα πολύ ευαίσθητο και γλυκό πλάσμα. Το μεγαλύτερο ελάττωμά της είναι η ειλικρίνειά της.
 
Παολοκοελίαση: "αμπελοφιλοσοφική" τάση που θέλει τους ανθρώπους σε στιγμές υπαρξιακής αναζήτησης να χρησιμοποιούν τη φράση-τοτέμ, "Όταν θέλεις κάτι πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσεις."

Παολοκουρελίαση: άμεση επίπτωση που έχει το νιοστό άκουσμα αυτής της φράσης στα νεύρα ορισμένων ανθρώπων.
 
Παολοκουρελίαση: άμεση επίπτωση που έχει το νιοστό άκουσμα αυτής της φράσης στα νεύρα ορισμένων ανθρώπων.

Επίσης η φρίκη που τρώω όταν η γυναίκα μου αγνοεί τους τρεις τοίχους με βιβλία που έχουμε στο σπίτι και σπεύδει να αγοράσει το εκάστοτε νέο πόνημα του εν λόγω κυρίου. Φέρδερμορ, η σούπερ φρίκη που τρώω όταν τελειώνοντας το βιβλίο αποφαίνεται ότι "μάπα ήταν κι αυτό, όπως τα άλλα, τζάμπα έδωσα τα λεφτά μου".
 
ζήλωτας

Αλλοτριωμένος είλωτας, ο οποίος εργάζεται με ζήλο για να πλουτίζουν τα αφεντικά του (ή, στην περίπτωση που είναι αφεντικό του εαυτού του, για να αποφύγει ό,τι τον φοβίζει).
 

Zazula

Administrator
Staff member
Νεβερκούπεν
Γερμανική ομάδα που χάνει διαρκώς το πρωτάθλημα και το κύπελλο || (κατ' επέκτ.) κάθε ομάδα που 'χει χρόνια να δει κούπα (αγγλ. never "ποτέ" + κούπα "κύπελλο, έπαθλο"· κατασκ. κατά το Λεβερκούζεν)

Για κλιτή αντίστοιχη λέξη προτείνω το χασοκούπης (π.χ. προπονητής) / χασοκούπα (π.χ. ομάδα) - κατ' αναλογία προς το χασοδίκης. Αντώνυμα είναι τα χαρτοκούπης (που παίρνει το πρωτάθλημα στα χαρτιά) και πετσοκούπης (που παίρνει πέτσινο τίτλο).
 
ψυχαναγκαλισμός

Ψυχαναγκαστική τάση νεαρών (κυρίως) κορασίδων να αγκαλιάζουν με ιδιαίτερη θέρμη όποιον γνωρίζουν για πρώτη φορά.

ερωταγένεια

Η οφειλόμενη σε φυσικούς και ψυχικούς παράγοντες ιδιότητα του ανθρώπινου σώματος να εκφράζει σεξουαλική διέγερση με άκομψο τρόπο.
 
τσιρλίζω

Τσιρίζω διαπεραστικά και χαζοχαρούμενα, σαν έξαλλη τσιρλίντερ.
 
Για κλιτή αντίστοιχη λέξη προτείνω το χασοκούπης (π.χ. προπονητής) / χασοκούπα (π.χ. ομάδα) - κατ' αναλογία προς το χασοδίκης. Αντώνυμα είναι τα χαρτοκούπης (που παίρνει το πρωτάθλημα στα χαρτιά) και πετσοκούπης (που παίρνει πέτσινο τίτλο).
Να προσθέσουμε και τον σπασοκούπη, για άλλη χρήση βέβαια.
 
Σιγοουρία: η ψυχαναγκαστική προσπάθεια να κάνεις πιπί όσο πιο διακριτικά γίνεται, για να μην σ' ακούσει ο καινούργιος(α) γκόμενος(α) και απομυθοποιηθείς πρόωρα!
 
χαρακιριακή

Μέχρι τελικής πτώσεως μούρτζουφλη, μελαγχολική και μίζερη Κυριακή, όπου το μόνο πράγμα που μπορεί να σου δώσει λίγη χαρά είναι ένα ξεγυρισμένο χαρακίρι.
 

nickel

Administrator
Staff member
λαμπρά δωράκια: σκυλάκια που μπορείτε να πάρετε εδώ

— Μήπως θέλετε λαμπραντοράκια; ρωτάω τις φίλες της κόρης μου.
— Τι να θέλουμε; απορεί η μία.
— Λαμπραντοράκια. Σκυλάκια.
— Α, «λαμπρά δωράκια» άκουσα εγώ.
— Καλά, πάω να το βάλω στις λεξιπλασίες.
— Πού θα το βάλετε;
 
Φορτοφάγος: άνθρωπος που προκαλεί πρόβλημα στην ανεύρεση εστιατορίου, πριν από κάθε έξοδο της παρέας.

Zef, pardon, αλλά δεν κρατιόμουνα!! :-)
 
Υπάρχει κι ο πορτοφάγος: άνθρωπος που προκαλεί πρόβλημα στην ανεύρεση κλαμπ, πριν από κάθε έξοδο της παρέας, επειδή τρώει πόρτα όπου πηγαίνει.
 

nickel

Administrator
Staff member
Για να ολοκληρωθεί η συλλογή, υπάρχει και ο αχορτοφάγος.
 

Zazula

Administrator
Staff member
(Έμπνευση από δημιουργικό typo - έγραψα "ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΙΕΣ" αντί του ορθού "ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ".)

παρατηρησίας
αυτός που έχει την τάση να κάνει διαρκώς παρατηρήσεις, δεν μπορεί να πει καλή κουβέντα για τίποτα και για κανέναν: ο Ζάζουλας είναι γνωστός ~ [λόγ. παρατήρησ(ις) -ίας (κατά τα αντιρρησίας, διαδοσίας, δηλωσίας) ]
 
Top