Λεξιπλασίες (Nonce words)

Mην μπερδεύετε τις χαρτορίχτρες με το χαρτορίχτερ: επιστημονική μονάδα μέτρησης της γραφειοκρατίας :)
 
Τσιμέντορας: εργολάβος, δήμαρχος και κάθε άλλος που εμπνέει ή υπηρετεί το όραμα για μια πόλη με περισσότερο μπετό.
 
βολτόνηση: βόλτα και προπόνηση, δηλαδή όχι η απλή, χαλαρή ποδηλατοβόλτα, αλλά η πιο σκληρή, που έχει στόχο να καλυφθούν συγκεκριμένα χιλιόμετρα σε όσο γίνεται πιο σύντομο χρόνο.

το χρησιμοποιούν πολύ οι ποδηλάτες στο www.podilates.gr
 
νύκτορες = όσοι κάνουν επιθέσεις νυχτιάτικα.

(Λεπτομέρειες εδώ.)

(Εκτός από τα επιρρήματα, ταλαιπωρούνται και οι διδάκτορες και οι κοσμήτορες.


Εκτός από τα επιρρήματα, ταλαιπωρούνται και τα επιχειρήματα...)


επιχοιρήματα: τα όινκ και άλλες γουρουνιές στη θέση των επιχειρημάτων.
 
πονειρεμένος
τόσο ονειρεμένος, που γεννά πονηρές σκέψεις

πονειροπαρμένος
που έχει χάσει επαφή με τη πραγματικότητα διότι επηρεάζεται υπερβολικά από δημιουργήματα της πονηριάς του

πονειροπολώ
κάνω πονηρά όνειρα || βάζω πλώρη για πονείρωξη (βλ.λ.)

πονείρωξη
κάθε ονείρωξη που σέβεται τον εαυτό της (αυτεπεξηγούμενο)
 
κουτουπόνειρο: το όνειρο του μέσου κουτοπόνηρου άντρα.

(Μόνο του κουτοπόνηρου; Μα τι λέει αυτός;)
 
διασελίνωση: αυτό που θέλω να κάνω στα παιδιά μου όταν βγάζουν γκρινιάζοντας ένα-ένα τα κλωνάρια του σέλινου από τη σούπα τους (κι εκείνα το ίδιο θα σκέφτονται μάλλον...)
 
προσσελίνωση
η αναγκαστική προσγείωση σε χωράφια σπαρμένα με σέλινο (κατασκευή σύμφωνα με το προσαρχιπελάγωση)

πανσέλινος (επίθ.)
διατροφή που απαρτίζεται κυρίως ή αποκλειστικά από σέλινο, επιβαλλόμενη από μητέρες που παρουσιάζουν ροπή προς τη διασελίνωση (βλ.λ.)

σελινιάζομαι
παθαίνω κρίση επειδή δεν αντέχω άλλο το σέλινο (και κατ' επέκταση όλα τα χορταρικά)
 
Τσικνίκελ
Αδηφάγο σαρκοβόρο πλάσμα που συνδέεται στενά με το έθιμο της Τσικνοπέμπτης. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν χωνεύει επιδίδεται στην ψυχαναγκαστική απάντηση μεταφραστικών αποριών.
 
Τσικνίκελ
Αδηφάγο σαρκοβόρο πλάσμα που συνδέεται στενά με το έθιμο της Τσικνοπέμπτης. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν χωνεύει επιδίδεται στην ψυχαναγκαστική απάντηση μεταφραστικών αποριών.

...ενώ πεισματικά αρνείται ότι έχει την οποιανδήποτε σχέση με τη μετάφραση. :D
 
Για μια στιγμή ανησύχησα — πέρασε από το νου μου ότι ενδεχομένως κάνατε λογοπαίγνιο με το χρηστώνυμό μου. Προσεκτικότερη ανάγνωση με καθησύχασε, μια και ο υποφαινόμενος συνδέεται στενά με το έθιμο κάθε τσικνομέρας, πράγμα που έχει αποδείξει ιδιαίτερα τις τσικνοπαρασκευές και τα τσικνοσάββατα. Επίσης ο υποφαινόμενος δεν αποποιείται τη σχέση του με τη μετάφραση, απλώς αρνείται πεισματικά ότι είναι μεταφραστής. Άλλωστε, και ποδήλατο κάνει καμιά φορά, αλλά δεν είναι ποδηλάτης. (Η τάση να αναφέρεται στον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο είναι εντελώς παροδική.)
 
Άλλωστε, και ποδήλατο κάνει καμιά φορά, αλλά δεν είναι ποδηλάτης.
Πες μου πόσες ώρες το χρόνο κάνεις ποδήλατο και πόσες ώρες την εβδομάδα μεταφράζεις, και θα σου χαρίσω έναν δίσκο του Τσικν Κορία.
 
qualitits she possesses some fine qualitits
(self-explanatory; creative use of a typo — which btw may reveal a lot if one believes in Freud's theories)
 
Elf-esteem: indicates literary merit in a fantasy novel, based upon the description of as many and as inhuman creatures as possible.
 
νέα κούλπα
νέα κόλπα, με παλαιό όμως αποτέλεσμα: ένα ξέψυχο mea culpa από χείλη πολιτικού και μετά πάμε γι' άλλα
 
νέα κούλπα
νέα κόλπα, με παλαιό όμως αποτέλεσμα: ένα ξέψυχο mea culpa από χείλη πολιτικού και μετά πάμε γι' άλλα

Προβλέπω νέο κομμάτι του Σαραντάκου: Η culpa, τα κόλπα και η κλοπή.
 
Αγριογράφος (αγιογράφος έγραφα, αγριογράφος μού βγήκε)
Άτομο που θεωρεί ότι επειδή έχει σπρέι, είναι καλλιτέχνης. Ο δημιουργός στραβοχυμένων και πανάσχημων γκράφιτι στους τοίχους της πόλης.
 
Back
Top