Λεξιπλασίες (Nonce words)

Ζαγοροζόρια: η φρούδα ελπίδα επίσκεψης στα Ζαγοροχώρια λόγω διαφόρων αναποδιών, εμποδίων και ατυχιών, κοινώς ζόρια...
 
Μελίσσα: Όνομα σκύλου. (Εξήγησα στον Κωνσταντίνο ότι θα μπορούσε να είναι και «με λύσσα», αλλά δεν σκέφτεται να το αλλάξει.)
 
Αξυπνία: διαταραχή που προκαλεί αδυναμία αφύπνισης και προσωρινή κώφωση σε κάθε είδους ενοχλητικούς ήχους (βλ. ξυπνητήρι, τηλέφωνο, κτλ.). Είναι συχνά επακόλουθο της αϋπνίας.

Ως χρόνια αξύπνητη, έψαχνα να βρω έναν όρο που να περιγράφει την πάθησή μου.
 
ταχυδακτυλουγράφος

Υπερβολικά γρήγορος δακτυλογράφος, που δακτυλογραφεί με αστραπιαίες, σχεδόν μαγικές κινήσεις.
 
Ρομπέν των δασειών: σθεναρός προστάτης ανυπεράσπιστων πολυτονικών σχημάτων.
 
Anorexia aponervosa

Κατάσταση στην οποία περιέρχεται κάποιος όταν δεν μπορεί να μασήσει μετά από πολυήμερη και επίπονη απονεύρωση δοντιού.
 
Γιαγιάφκα: χώρος συνάντησης ηλικιωμένων γυναικών του υποκόσμου

Αγορίλλας: αρρενωπός, μυώδης και τριχωτός νέος
 
Μπαζμάτι: Ηδονοβλεψία με αντικείμενο άτομα περιορισμένης γοητείας
(και μπαζματάκιας)
 
Για την περίπτωση που οι αλλαγές φύλου στο Μαρόκο γίνονται και προς την αντίθετη κατεύθυνση:

Σκλήρυνση καζαμπλάνκας

(Εμπνευσμένο από την Athens Voice)
 
anthimos3.jpg


Πνευματικός τραγός
 
Μακαύριο: το μέλλον, αφημένο στα χέρια των πολιτικών

Κλοουνοποίηση: μέθοδος προετοιμασίας για τον πολιτικό στίβο
 
σεξελίξεις: οι ευτυχείς προσωπικές εξελίξεις (coined by Πρωτέας)
 
κλαυσαέριο
το αέριο που προέρχεται από τα δακρυγόνα Γέμισε το κέντρο κλαυσαέρια κι η κατάσταση είναι ανυπόφορη

κλαύσωνας
1. συνθήκες (συν. κοινωνικές) που χαρακτηρίζονται από γενικευμένους ή/και εντονότατους κλαυθμούς 2. συναισθηματικά φορτισμένο (συν. δακρύβρεχτο) ρεπορτάζ για επερχόμενο καύσωνα μόλις η θερμοκρασία αγγίξει τους 37 °C.
 
Από το κλαυσαέριο ευκόλως παράγεται το κλασαέριο, που δεν χρήζει ορισμού. Παράδ. "γέμισε το δωμάτιο κλασαέρια κι η κατάσταση είναι ανυπόφορη".
 
Back
Top