Λεξιπλασίες για μεταφραστές (και μεταφράστριες)

μεταφραστυνόμος
ο υπεύθυνος για την τήρηση της μεταφραστικής τάξης (Άλλαξε τώρ' αμέσως όλους τους αγγλισμούς και διόρθωσε τις παρανοήσεις, γιατί θα φωνάξω τη μεταφραστυνομία!)
 
Μεταφραγγέλιο
Όργανο πειθαναγκασμού για μπαφιασμένους μεταφραστές που δεν μπορούν πια να βάλουν κάτω τον κώλο τους να δουλέψουν.
Συνών. Μεταφραγάτα με τις εννέα ουρές, δημοφιλέστατη και σε ευρεία χρήση, ειδικά στη μεταφραγαλέρα.
 
2 στα 3 είναι καλό σκορ! (Το μεταφραγγέλιο υπήρχε ήδη, βλ. περιεχόμενα στο πρώτο ποστ!) ;)
 
2 στα 3 είναι καλό σκορ! (Το μεταφραγγέλιο υπήρχε ήδη, βλ. περιεχόμενα στο πρώτο ποστ!) ;)


Να πάρει η οργή!
30.gif
 
Μεταφράτος, μεταφράτη: μεταφραστής που δουλεύει πολύ και που, όταν δεν δουλεύει, χαζεύει στη Λεξιλογία μασουλώντας πατατάκια και τρώγοντας μερέντα*. Το είδος ευδοκιμεί στο χώρο. Χαρακτηριστικό του είναι ότι για να σηκωθεί από την καρέκλα του πρέπει να υπάρχει επείγουσα ανάγκη, δηλαδή ή να του έχει αφήσει αναπάντητες κλήσεις παντού η φύση, ή να έχει πιάσει φωτιά το κτίριο - αν και θα προτιμήσει να πάρει την πυροσβεστική αν εκτιμήσει ότι το πυροσβεστικό θα έρθει προτού πιάσει φωτιά ο υπολογιστής του.


_______________________
*Φήμες που θέλουν τον μεταφράτο/τη μεταφράτη να τρώει εναλλακτικά νουτέλλα ή παγωτό παρφέ με το κουτάλι της σούπας, γιαμ, γιαμ! ελέγχονται ανακριβείς
 
...
μεταφραγή: προσωρινή αδυναμία για μετάφραση (πρβλ. writer's block) ΣΥΝ: μεταφρακάρισμα.

Εάν η πάθηση γίνει χρόνια, ονομάζεται σύνδρομο μεταφράστου (πάμε γι' άλλα), ενώ η συγγενής μορφή της - η οποία οφείλεται στην αδυναμία μεταγραφής του δυσκαρυωτικού γονιδίου «του Ισκαριώτη» (traduttore traditoris) που μένει αμετάφραστο - ονομάζεται μεταφρανικανότης.
 
Μεταφραστικόπος. Ο μόχθος του μεταφραστή.

Μεταφραστιπόνημα το αποτέλεσμα του μόχθου του.

Μεταφραστικάκι: γνωστό γκατζετάκι όπου αποθηκεύεται αντίγραφο από μεταφραστικόπο ή μεταφραστιπόνημα (σ' αυτή την περίπτωση, μεταφραμπακάπ). Χαϊδευτικά, αν έχεις τρυφερές σχέσεις μαζί του, το λες και μεταφλασάκι.

ΜεταΦραΔιάβολος. Ο γρήγορος, παραγωγικός, ακάματος, αγόγγυστος μεταφραστής, που δεν καταλαβαίνει Χριστό (pun intended). Πολλοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μυθικό πρόσωπο, ωστόσο μαρτυρούνται σποραδικές εμφανίσεις του, ενώ κατά καιρούς όλο και κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ο εν λόγω αυτοπροσώπως, ισχυρισμοί που αποδίδονται κυρίως σε παραισθήσεις/ψευδαισθήσεις λόγω μεταφραστικής υπερκόπωσης.

Μεταφραγή κλήσεων. Το κατέβασμα του τηλεφώνου για να μη σου σπάνε τα να μη σ' ενοχλεί ο κάθε άσχετος ενώ προσπαθείς να μεταφράσεις. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη μεταφραγή σκέτο.

Ο Κύριος Μεταφρασού. Ο στοργικός σύντροφος αποκαμωμένης μεταφράστριας που της φέρνει γλυκά μπινελικάκια, κυρίως σου αλά κρεμ, για να την εμψυχώσει.
 
μουλτιτασκεμπάπ ή μουλτιτασκεμπάπι
η μεταφραστική δουλειά που παραδίδει ένας μουλτιτάσκης· τι μουλτιτασκεμπάπια ήταν αυτά που μου 'στειλες, μπρε;
 
μεταφιτερόλ = το γλυκάκι της παρηγοριάς και της στύλωσης που τρως ύστερα από μια κοπιαστική μέρα δουλειάς. Παραδοσιακά προσφέρεται ως κέρασμα ή δώρο μεταξύ εορταζόντων και εορταζουσών της μεταφραστικής κοινότητας. Το γλυκάκι χαίρει άκρας υγείας εκτιμήσεως, κοινώς έχει μεγάλο σουξέ. Σε βαθμό που να προκαλεί και έριδες μεταξύ κατά τ' άλλα αρμονικώς συλλεξιεργαζομένων και συλλεξικατοικούντων.

μεταφριτερόλ = να μη συγχέεται με το ανωτέρω, καθότι πρόκειται για κυρίως πιάτο και όχι για επιδόρπιο (νορμαλμέντε). Σύνθετο από μετα(φραση) + (πομ) φριτ+ευφωνικό έψιλον + ρολ(ό με κιμά). Κλασικό μαμαδίστικο παλιομοδίτικο φαγάκι αλλά σε βερσιόν για μεταφραστές.

Παράδειγμα. Χτες ήμουν σε μια γιορτή με μπουφέ. Μας τρατάρανε ένα καταπληκτικό μεταφριτερόλ και για επιδόρπιο άφθονο μεταφιτερόλ. Ασήκωτη έγινα.

υγ. επειδή πληκτρολόγιο λανθάνον τ' αληθή γράφει, αρχικά πληκτρολόγησα ρολό με κιλά
 
συννικία: σύμπτωση απόψεων των τριών εμβληματικών Νίκων της Λεξιλογίας. Διαφώνησε, αλλά έπεσε πάνω σε συννικία και έβαλε την ουρά κάτω απ' τα σκέλια. ΣΥΝ: συννικό τείχος
 
Συννικία το όνειρο: Χαϊδευτικά, το φόρουμ Λεξιλογία, όπως αποκαλείται σε στιγμές ευωχίας από Λεξιλόγους που έχουν εγκύψει σε χυμική σταφυλανάλυση (δια καταναλώσεως) δωδεκανησιακού βεν αφρέ.
 
Αυτή τη λεξιπλασία μού τη χάρισε ο Γιώργος Μαλακός και εγώ έβαλα τον ορισμό:

τζαμπατζούλης (ο) ο μεταφραστής (ή άλλος επαγγελματίας) που δουλεύει με χαμηλές τιμές χρέωσης και την αναμενόμενη αντίστοιχη ποιότητα.
 
λεξικοκομπλόκο (το) λεξικογραφικό αδιέξοδο ή λεξικογραφική εμπλοκή που εμποδίζει τον μεταφραστή να ολοκληρώσει τη μεταφραστική πράξη, καθότι αδυνατεί να βρει στα λεξικά του την απόδοση που αναζητεί· ιάται με αλπραζολεξιλάμη[SUP]1[/SUP].

____________________________
[SUP]1[/SUP] Η δραστική ουσία της ανάρτησης σχετικού ερωτήματος στα φόρουμ της Λεξιλογίας.
 
Back
Top