Λεξιπλασίες για μεταφραστές (και μεταφράστριες)

Μεταφρασίξ: Γαλάτης ήρωας, κάτοχος της λατινικής, της ελληνικής, και άλλων 27 γλωσσών, συμμετείχε στις ειρηνευτικές συνομιλίες Αστερίξ και Ιούλιου Καίσαρα. Μακρινός εξάδελφος του Μεταφρίτς, ομότεχνου που κατοικούσε πέρα από το Ρήνο. Σύμφωνα με μη έγκυρες πηγές, υπήρξε και βρετανικός κλάδος, γενάρχης του οποίου αναφέρεται ο Μετάφρασιρ (κατ' άλλους, Μεταφρασάιρ).
 
μεταφρέντο: για μερακλήδες ή/και ιταλομαθείς μεταφραστές, συνήθως κατά τη διάρκεια του θέρους)
Άκλιτο, να μη συγχέεται με μεταφρέντα (η), η κατάσταση όταν ο μεταφραστής έχει ρέντα.

μεταφραγκία αποτελεί συχνή (έως σχεδόν μόνιμη) κατάσταση της πλειοψηφίας των απανταχού μεταφραστών, καθώς οι μεταφρατζόλες κατατάσσονται πλέον στα απειλούμενα είδη μεταφραστικού έργου.
Λογική συνέπεια του γεγονότος ότι το έργο τού μεταφραστή αμείβεται με μεταφραγκοδίφραγκα.
 
Last edited by a moderator:
μεταφρουφρού κι αρώματα
Αχρείαστος καλλωπισμός του μεταφραστικού έργου ανάλογα με το γούστο του μεταφραστή που όταν ήταν μικρός πάντα ήθελε να γίνει συγγραφέας αλλά κανείς δεν αναγνώρισε την ιδιοφυία του και τώρα είναι αποφασισμένος να δείχνει το παράπονό του σε κάθε μετάφραση που πέφτει στα χέρια του.

συνώνυμα: μεταφραμπαλάδες, μεταξόμπλια (ρμ. μεταξομπλιάζω*)
κατάλληλο για χρήση σε υποτιτλισμό, λόγω συντομίας στην απόδοση, (βλ. και ελλ-αγγλ. meta-frills & meta-frippery)

*χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον εκ των υστέρων καλλωπισμό οποιουδήποτε κειμένου, όχι μόνο μεταφράσματος
 
μεταφράντζα (η)

1. η χαρακτηριστική αφέλεια που, σε πλήρη ανάπτυξη, καλύπτει το μισό τουλάχιστον πρόσωπο των emo μεταφραστών (πρβλ. και μεταάφρο στο #8 του Count Baltar).
2. (μτφ.) η χαρακτηριστική αφέλεια που, σε πλήρη έξαρση, ωθεί ερασιτέχνες ή/και ακατάλληλους μεταφραστές να αναλαμβάνουν έργα* πέραν των δυνατοτήτων τους (πρβλ. και μεταφάζαρο στο #19 του Ambrose), παράγοντας μεταφράσματα που χαρακτηρίζονται ως μεταφρόκαλα, μεταφρακάσα (βλ. #12 και #4 του sapere_aude, αντίστοιχα) ή μεταφράσινα άλογα (βλ. # 15 του zazula), αποσπάσματα των οποίων καταλήγουν συνήθως στον Καιάδα των μεταφραστών (βλ. σχ. λήμμα).
3. συνεκδοχικά, ο μεταφραστής που ακολουθεί την υπό το 2. ανωτέρω τακτική. Χρησιμοποιείται μειωτικά (πρβλ. μάστορας-μαστοράντζα). Η διαφορά μεταξύ μεταφράντζας και μεταφρασκόλνικοφ (βλ. #5 του nickel) είναι αντίστοιχη της διαφοράς μεταξύ φόνου εξ αμελείας και φόνου εκ προθέσεως.

*ιδίως όταν τα προς μετάφραση έργα κατατάσσονται στις μεταφρατζόλες (βλ. #16 της Elsa)
 
μεταφραστειολόγημα, μεταφραστεϊσμός
ευφυολόγημα ή αστειολογία μεταφραστού
 
Μεταφρίκη και Μεταφρίττω (σχετικό και με το παραπάνω post 3).

1. Η φρίκη που νιώθει ο μεταφραστής όταν πιάνει να ξαναδιαβάσει τη μετάφραση που έχει τελειώσει και ανακαλύπτει ότι αυτά που έχει γράψει ανήκουν στην κατηγορία των μεταφροκάλων τουλάχιστον. Επομένως, φτιάχνει ένα μεταφραπέ και αρχίζει τη σκληρή δουλειά της διόρθωσης. Το δε φαινόμενο απαντάται συνήθως στη μετάφραση βιβλίων, ιδιαίτερα στα πρώτα κεφάλαια.

2. Η φρίκη του επιμελητή που παίρνει στα χέρια του μια τέτοια μετάφραση, την οποία ο μεταφραστής για δικούς του ιδιαίτερους και προσωπικούς λόγους δεν ξαναδιάβασε ποτέ.
 
Μετευφροσύνη

Η απέραντη χαρά που νιώθει ο μεταφραστής όταν πατάει την τελευταία τελεία στο πληκτρολόγιο.
Η ευτυχία αυτή ενισχύεται όταν πρόκειται για τη μετάφραση ενός βιβλίου 600 σελίδων, το οποίο έχεις φτάσει στο σημείο να σιχαίνεσαι.
 
μεταφραστιγματισμός
Ανωμαλία τής όρασης που προκύπτει από τρελό ξενύχτι μεταφραστή για να προλάβει προθεσμία· το κείμενο σχηματίζει ασαφές είδωλο, κι ο μεταφραστής τα βρίσκει όλα όσα γράφει, καλώς καμωμένα (ο επιμελητής, φυσικά, βρίζει με σφιγμένα τα δόντια για «της νύχτας τα καμώματα»).
 
μεταφραστιγματισμός
Ανωμαλία τής όρασης που προκύπτει από τρελό ξενύχτι μεταφραστή για να προλάβει προθεσμία· το κείμενο σχηματίζει ασαφές είδωλο, κι ο μεταφραστής τα βρίσκει όλα όσα γράφει, καλώς καμωμένα (ο επιμελητής, φυσικά, βρίζει με σφιγμένα τα δόντια για «της νύχτας τα καμώματα»).

Με πέτυχες διάνα! Τρία ξενύχτια στη σειρά... Ευτυχώς, για τούτο που κάνω τώρα, έχω και αύριο μέχρι το απόγευμα και θα το περάσω κι ένα χέρι επιμέλειας, τουλάχιστον!

Αύριο, δηλαδή, η μετευφροσύνη, αζιμούθιε...
 
Μου θυμίσατε ένα παλιό ανέκδοτο από την πραγματική ζωή, που είχα διαβάσει σε παλιά Εκλογή. Δεν θυμάμαι τα ονόματα, που πρέπει να ήταν γνωστά. Κάποιος λόγιος διόρθωνε αργά μέσα στη νύχτα το πόνημα συγγραφέα ή μεταφραστή ονόματι Μιλτιάδη. Πέρασε απέξω φίλος του, είδε τα φώτα αναμμένα στην προχωρημένη εκείνη ώρα, του σφυράει, βγαίνει ο άλλος στο παράθυρο. Τον ρωτάει ο φίλος του που περνούσε:
— Τι γίνεται, ρε ~, πώς και ξύπνιος τέτοια ώρα;
— Ουκ εά με καθεύδειν το το Μιλτιάδου... αποτρόπαιον, του απαντά ο άλλος.
 
Metafrosties

Προϊόν της Kellog's, της γνωστής εταιρείας παρασκευής δημητριακών, το οποίο συνιστάται από ομάδες ιατρών ως πρωινό του μεταφραστή, γιατί κλινικές έρευνες απέδειξαν πως δίνει ενέργεια και διαύγεια για να αντέχεις τα ξενύχτια.

Μεταφρικασέ

Το φαγητό του μεταφραστή. Έχει τις ίδιες ιδιότητες με το άνωθεν πρωινό.

Μεταφρενίτιδα

Το παραλήρημα του μεταφραστή (ενίοτε συνοδεύεται και από μόνιμη εγκεφαλική βλάβη λόγω των λιγοστών κυττάρων που έχουν απομείνει) έπειτα από τις χιλιάδες ώρες μετάφρασης

Μεταφρέζα ή μεταφρεζάρω

Η διαδικασία του ενδελεχούς χτενίσματος ή οργώματος της μετάφρασης. Προσοχή! Μπορεί να προκαλέσει μεταφρενίτιδα.
 
μεταφριζάρισμα
το φαινόμενο κατά το οποίο ένα μετάφρασμα είναι γεμάτο τρίχες κατσαρές
 
αμετάφταστο
το κείμενο που έχει μεταφραστεί τόσο τέλεια, τόσο seamlessly κατά το κοινώς λεγόμενον, που δεν μπορείς να φανταστείς ότι πρόκειται για μετάφρασμα αλλά μάλλον για πρωτότυπο κείμενο που έτσι ακριβώς γράφτηκε
 
μεταφροσύνη
η αφροσύνη μεταφραστή (ή, συνήθως, wannabe μεταφραστή) να αναλάβει δουλειά σε πεδίο που δεν το κατέχει

μεταφροδισιακό
κείμενο που διεγείρει τη μεταφραστική επιθυμία
 
μεταφραζώ
Ρήμα που παρουσιάζει τις δυσκολίες του επαγγέλματος:
--Τι επάγγελμα κάνεις;
--Μεταφράζω.
--Και πώς τα καταφέρνεις;
--Πώς να τα καταφέρνω, μεταφραζώ...
 
μεταφρασ(μ)πρώξιμο

1) προώθηση ή πασάρισμα δύσκολης μετάφρασης σε ιεραρχικά κατώτερο συνάδελφο
2) σ(μ)πρώξιμο (edit μετά από το επόμενο πόνημα) αυτού του αρχαίου νήματος στην επιφάνεια του φόρουμ, για να θυμούνται καλοκαιριάτικα οι παλιοί και να εμπνέονται οι νεότεροι
 
transpushing για την πρώτη σημασία, threadnudging για τη δεύτερη, θα πρότεινα. :p

Πώς είπατε, Δρ; Δεν είναι νήμα μεταφραστικών ερωτημάτων εδώ;
Ωχ, συγγνώμη, με παράσυρε το ρέμα η κεκτημένη ταχύτητα...:o;)
 
...
μεταφερωτεύομαι (αρχ. μεταφερώμαι, μεταφεράω)
ερωτεύομαι το προς μετάφραση έργο

μεταφερώμενος, μεταφερωμένη, μεταφερώμενο
το υπό το κράτος του έρωτα μεταφραζόμενο

μεταφέρωτας (λογ. μεταφέρως)
τι να πρωτοπείς τώρα για τον έρωτα...

μεταφέρασμα
ο καρπός του μεταφέρωτα

μεταφεραστής / θηλ. μεταφεράστρια η ερωμένη είναι καπαρωμένη
το θύμα του μεταφέρωτα ενίοτε δε θύτης του μεταφεράσματος
 
Back
Top