collocation

  1. nickel

    Nice touch!

    Με τη σημασία που καταλαβαίνει όποιος ξέρει αρκετά αγγλικά ώστε να αντιλαμβάνεται αμέσως από τη σύμφραση ότι δεν αναφέρεται σε άγγιγμα. a small feature that improves something: The flowers in the room were a nice touch. | Lace added a decorative touch to the tablecloth. [Macmillan] Όμορφη...
Top