"Αργόσερτη" seems to me a compound form. If it is so, is the second part of it, related with "σούρνω" or "σέρτης"?
1) Δυο ξυπόλυτα χωριατάκια, ηλιοκαμένα σα φελαχόπουλα, έτρεξαν και φορτώθηκαν τις βαλίτσες. Ένας τελωνοφύλακας γαλανομάτης, παχύς, κάπνιζε ναργιλέ στην παράγκα που παράσταινε...