Pictus = o "ζωγραφισμένος", μετοχή του pingo.
Οπότε Pictus, πληθ. Picti, "αυτοί που είχαν ζωγραφισμένο σώμα".
"Πίκτοι" στα ελληνικά, και κατά το Λατινο-Ελληνικό Λεξικό των Δ. Νικήτα - Λ. Τρομάρα.
[edit] Ίσως ακούγεται καλύτερο το "Πίκτης" (δεν προλαβαίνω να σκεφτώ γιατί, κατ' αναλογία προς το...