...
Allow me to quote the source and context and subsequently correct the thread title from Πάπας to παπάς:
... Χριστός ανέστη, μα κι ο παπάς βαριέστη.
~ The coiner of this realm
βαριέστη <
βαριέστησε, past tense of the verb
βαριεστώ, a variant of
βαριεστίζω which derives from the Turkish
vazgeçmek.
βαριεστώ μππ. βαριεστημένος* : (λαϊκότρ.) 1. απαυδώ, αποκάμνω, μπουχτίζω: Bαριέστησα τόσα χρόνια απ' τις ταλαιπωρίες.
2. αισθάνομαι ανία, πλήττω: Έχω βαριεστήσει τη ζωή μου.
βαριεστίζω: (λαϊκότρ.) βαριεστώ.
[< βαζγεστίζω με τροπή [z > r] από επίδρ. του ρ. βαριέμαι < τουρκ. vazgeçt(im) αόρ. του vazgeçmek `παρατώ, αφήνω΄ -ίζω]
to be
fed up
Βαρέθηκα - Νικόλας Άσιμος
Βαρέθηκα τη μίζερή μου φύση
κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει
κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει
αναμφιβόλως
δε με χωράει ο τόπος, ρε παιδιά
Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια
τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια
τα λόγια, μοναχά, μας απομείναν
κι οι θεωρίες
στην πράξη μάς χαλάνε οι θεσμοί
Βαρέθηκα να λέω πως θα αλλάξει
το σύστημα μας έχει επιτάξει
απόκληρα απομείναμε πουλάκια
κυνηγημένα
με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά
Απόκληρα απομείναμε πουλάκια
με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά
Βαρέθηκα κι αυτό το μονοπάτι
ακόμα και σαν βρω κάνα κομμάτι
πώς είναι δυνατό να μαστουριάζεις
εξήγησέ μου
άμα σου περιφράξαν την καρδιά
Για πες μου, πώς μπορείς και μαστουριάζεις
άμα σου περιφράξαν την καρδιά
Συνέχεια μου έρχεσαι από πίσω
δεν έχω πια το σάλιο να σε φτύσω
πώς γίνεται στον ένα παλαβιάρη
εξήγησέ μου
κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν
Πώς γίνεται στον κάθε παλαβιάρη
κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν