Χριστός Ανέστη κι ο παπάς βαριέστη

What does the above mean? I've also come across this equally obscure verse:-
Χριστός Ανέστη
ο παπάς εχέστη
κι από την τρομάρα του
ξύνει την κωλάρα του
which is quoted in a footnote under slang.gr σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι, a slang entry which makes little sense. Suggestions, please.
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι, a slang entry which makes little sense.
Σκασίλα μου μεγάλη means "I couln't care less". The «...και δέκα παπαγάλοι» is a rhyme the meaning of which has nothing to do with the first phrase, it just reinforces its meaning. From what I recall from primary school, it has more:

Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι/σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί.

I don't know the one about the priest, but my guess is that it's a mocking rhyme in reply to the traditional Eastern Orthodox Christian greeting Χριστός Ανέστη (Christ has risen from the dead), said from Easter Sunday and for 40 days, to which however Christians reply «αληθώς ανέστη» or «αληθώς ο Κύριος», which mean "Indeed, he has", "it's true, our Lord did [rise from the dead]).
 
Thanks, Pal Αύρα. Do βαριέστη & εχέστη have any meanings or are they merely rhyming with the main phrase?
 
Βαριέστη = βαρέθηκε, he got bored
εχέστη = χέστηκε, he shat in his pants
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Allow me to quote the source and context and subsequently correct the thread title from Πάπας to παπάς:

... Χριστός ανέστη, μα κι ο παπάς βαριέστη.

~ The coiner of this realm

βαριέστη < βαριέστησε, past tense of the verb βαριεστώ, a variant of βαριεστίζω which derives from the Turkish vazgeçmek.

βαριεστώ μππ. βαριεστημένος* : (λαϊκότρ.) 1. απαυδώ, αποκάμνω, μπουχτίζω: Bαριέστησα τόσα χρόνια απ' τις ταλαιπωρίες.
2. αισθάνομαι ανία, πλήττω:
Έχω βαριεστήσει τη ζωή μου.

βαριεστίζω: (λαϊκότρ.) βαριεστώ.
[< βαζγεστίζω με τροπή [z > r] από επίδρ. του ρ. βαριέμαι < τουρκ. vazgeçt(im) αόρ. του vazgeçmek `παρατώ, αφήνω΄ -ίζω]



to be fed up


Βαρέθηκα - Νικόλας Άσιμος


Βαρέθηκα τη μίζερή μου φύση
κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει
κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει
αναμφιβόλως
δε με χωράει ο τόπος, ρε παιδιά

Βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια
τα δάκρυα να κάνω μπιχλιμπίδια
τα λόγια, μοναχά, μας απομείναν
κι οι θεωρίες
στην πράξη μάς χαλάνε οι θεσμοί

Βαρέθηκα να λέω πως θα αλλάξει
το σύστημα μας έχει επιτάξει
απόκληρα απομείναμε πουλάκια
κυνηγημένα
με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά

Απόκληρα απομείναμε πουλάκια
με ξεπουπουλιασμένα τα φτερά

Βαρέθηκα κι αυτό το μονοπάτι
ακόμα και σαν βρω κάνα κομμάτι
πώς είναι δυνατό να μαστουριάζεις
εξήγησέ μου
άμα σου περιφράξαν την καρδιά

Για πες μου, πώς μπορείς και μαστουριάζεις
άμα σου περιφράξαν την καρδιά

Συνέχεια μου έρχεσαι από πίσω
δεν έχω πια το σάλιο να σε φτύσω
πώς γίνεται στον ένα παλαβιάρη
εξήγησέ μου
κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν

Πώς γίνεται στον κάθε παλαβιάρη
κουτόχορτο χιλιάδες να βοσκάν
 
Indeed you were the source but I had found an alternative expression while looking at Σκασίλα μου μεγάλη. For some reason my iPad kept capitalising every letter & I eventually gave up & left it as it was. It is behaving itself at last! Thanks to 'the coiner of this realm' for his long explanatory note. I had always thought that βαριέμαι & βαριεστίζω were derived from πιέζω με βάρος. Thanks for giving me the Turkish root of the latter. You are full of information, 'Man, as ever! The priest in Greece gets a lot of stick. He is so different from the Anglican image of the perennial 'drip' & the Roman Catholic autocratic, conservative black-robed weirdo (now associated--somewhat unfairly--with paedophile tendencies). My Greek priest is a quiet academic, who is also an outstanding pastor.:devil:
 

Lexiplastis

New member
I had always thought that βαριέμαι & βαριεστίζω were derived from πιέζω με βάρος. Thanks for giving me the Turkish root of the latter.
Actually you were right! Daeman s explanation is fantasy.
The actual derivation of the word is βαριέμαι < βαριούμαι < βαρούμαι (the passive form of) < βαρώ < βάρος.

Very interesting is also the phrase we use when we have nothing to do and we get bored we say «βαρώ μύγες».
 

daeman

Administrator
Staff member
Last edited:

Lexiplastis

New member
Actually, Lexiplastis' answer is a fantasy because Daeman —who actually coined the phrase "ο παπάς βαριέστη", so he knows which verb he used*— was talking about the verbs βαριεστώ / βαριεστίζω, not about the verb βαριέμαι as Lexiplastis imagined.

* Έλα, παππού μου, να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά σου.
So Daemon thinks βαριεστώ derives from vazgeçt and not from βαρώ.
Οκ… some people believe in Hogwards and they are waiting an invitation with an owl…
 
And yet Daeman is right. Babiniotis agrees so much that in my edition he suggests the spelling βαργεστώ. The Turkish verb, by the way, is vazgeçti (third person singular), not vazgeçt - by the same mechanism we have e.g. καζαντίζω, καβουρντίζω and so forth.
 

daeman

Administrator
Staff member
So Daemon thinks βαριεστώ derives from vazgeçt and not from βαρώ.
Οκ… some people believe in Hogwards and they are waiting an invitation with an owl…

1. Η ετυμολογία δεν είναι θέμα πίστης, είναι θέμα γνώσης. Και σε αυτήν την περίπτωση, υπάρχουν αξιόπιστες πηγές που επιβεβαιώνουν και τεκμηριώνουν την προέλευση του βαριεστίζω (το οποίο μεταπλάστηκε στο βαριεστώ) από το τουρκικό vazgeçmek, ρήματα τα οποία δεν έχουν ετυμολογική αλλά μόνο σημασιολογική σχέση με το βαριέμαι (το οποίο όντως προέρχεται από το βάρος):

ΛΚΝ:

βαριεστίζω: (λαϊκότρ.) βαριεστώ.
[< βαζγεστίζω με τροπή [z > r] από επίδρ. του ρ. βαριέμαι < τουρκ. vazgeçt(im) αόρ. του vazgeçmek `παρατώ, αφήνω΄ -ίζω]

https://tinyurl.com/58v5wcz8

βαριεστώ [varjestó] Ρ10.1α μππ. βαριεστημένος* : (λαϊκότρ.) 1. απαυδώ, αποκάμνω, μπουχτίζω: Bαριέστησα τόσα χρόνια απ΄ τις ταλαιπωρίες. 2. αισθάνομαι ανία, πλήττω: Έχω βαριεστήσει τη ζωή μου.
[βαριεστ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. βαριεστισ-]

https://tinyurl.com/ap9djpxu


ΛΝΕΓ:
βαργεστώ κ. (εσφαλμ.) βαριεστώ ρ. αμετβ. {βαργεστείς... | βαργέστ-ησα, -ημένος} 1. χάνω την υπομονή μου, τη διάθεση, το ενδιαφέρον μου
2. (η μτχ. βαργεστημένος, -η, -ο) βλ.λ. Επίσης βαργεστίζω.
[ΕΤΥΜ. < βαζγεστώ | -ίζω < τουρκ. vazgeçtim, αόρ. τού p. vazgeçmek «παραιτούμαι, εγκαταλείπω», o τύπος βαργεστώ οφείλεται σε επίδρ.
τού βαριέμαι, εξού και η γραφή τής λ. και ως βαριεστώ].


2.
Οκ… some people believe in Hogwards and they are waiting an invitation with an owl…

Hogwarts, όχι Hogwards, που αν υπήρχε, θα σήμαινε towards the hogs. Freudian slip.

3. Αν ο Lexiplastis έχει να δείξει κάποια αξιόπιστη πηγή ή τεκμηρίωση που αντικρούει επιστημονικά και πειστικά τα παραπάνω, ας μας τις παρουσιάσει.
Αν όμως και το τρίτο του ποστ στη Λεξιλογία δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από ποστ αλεξιπτωτιστή (το πρώτο, μάλιστα, ανήμερα Πάσχα, καταμεσήμερο, την ώρα που γιορτάζουν όσοι άνθρωποι έχουν και ζωή*) τα οποία προσφέρουν μόνο αβάσιμους, ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς μαζί με ειρωνικές προσβολές, ας μην κάνει τον κόπο, γιατί τότε, αντί να κάνει τρίτο ποστ, δεν θα έχει κάνει ούτε και πρώτο ή δεύτερο. Επειδή έχουμε και δουλειές σοβαρές και ζωή, ακόμη σοβαρότερη.

* get a life.
 
Last edited:
Top