metafrasi banner

fading = διάλειψη

nickel

Administrator
Staff member
Συγκέντρωσα από το teleterm τους παρακάτω όρους σε σχέση με το fading, το οποίο ανακάλυψα ότι αποδίδεται με την ελληνική διάλειψη. Εξήγηση για το fading στη Wikipedia: In wireless communications, fading is deviation of the attenuation that a carrier-modulated telecommunication signal experiences over certain propagation media.

Από fading ξέρω μόνο το αργό σβήσιμο της μουσικής και cross-fading είναι η αυξομειωτική μίξη των ήχων στην αλλαγή κομματιού (όταν σβήνει η ένταση του κομματιού που τελειώνει και δυναμώνει σιγά σιγά το κομμάτι που μπαίνει). Αν αυτό το πράγμα το πω «διασταυρωτική διάλειψη», θα νομίσουν οι άλλοι ότι παρουσιάζω διαλείψεις. Μπορεί ωστόσο ο όρος του teleterm να αναφέρεται σε κάτι άλλο.

Ξέρετε αν είναι ακριβείς και καθιερωμένοι οι παρακάτω όροι ή έχουν επικρατήσει άλλοι στην πιάτσα; Μια έρευνα για fading + διάλειψη έδωσε ενθαρρυντικά αποτελέσματα.


  • absorption fading = διάλειψη απορρόφησης
  • anti-fading antenna = αντιδιαλειπτική κεραία
  • atmospheric fading = ατμοσφαιρική διάλειψη
  • auroral fading = σελαϊκή διάλειψη
  • cross-fading = διασταυρωτική διάλειψη
  • deep fading = βαθιά διάλειψη
  • depolarization fading phenomenon = φαινόμενο διάλειψης (λόγω) αποπόλωσης
  • extinction fading = εξαφανισιγενής διάλειψη
  • fading = διάλειψη
  • fading carrier = διαλείπουσα φέρουσα
  • fading channel = κανάλι διαλείψεων
  • fading conditions = συνθήκες διαλείψεων
  • fading depth, fade depth = βάθος διάλειψης
  • fading environment = περιβάλλον διαλείψεων
  • fading level = στάθμη διάλειψης
  • fading margin = περιθώριο διαλείψεων
  • fading mobile radio channel = κανάλι κινητής ραδιοεπικοινωνίας με διαλείψεις
  • fading simulator = προσομοιωτής διαλείψεων
  • fast fading, rapid fading = ταχεία διάλειψη
  • flat fading = σταθερή διάλειψη
  • frequency selective fading = συχνοεπιλεκτική διάλειψη
  • frequency-selective fading = διάλειψη επιλεκτική ως προς τη συχνότητα
  • Gaussian fading = διάλειψη Γκάους, γκαουσιανή διάλειψη
  • link fading = διάλειψη ζεύξης
  • long-term fading = μακροχρόνια διάλειψη
  • multipath fading = διάλειψη πολλαπλής διαδρομής
  • multipath fading conditions = συνθήκες διάλειψης πολλαπλής διαδρομής
  • multipath fading simulator = προσομοιωτής διάλειψης πολλαπλής διαδρομής
  • non-fading channel model = μοντέλο αδιάλειπτου καναλιού
  • non-fading propagation channel = κανάλι αδιάλειπτης διάδοσης
  • non-fading environment = περιβάλλον μη διαλείψεων
  • rain fading = υετογενής διάλειψη
  • Rayleigh fading = διάλειψη Ρέιλεϊ
  • Rayleigh fading/Ricean fading = διαλείψεις Ρέιλεϊ, Ρικιανή διάλειψη
  • short-term fading = βραχυχρόνια διάλειψη
  • spatial fading = χωρική διάλειψη
  • time selective fading = χρονοεπιλεκτική διάλειψη
  • upfading problem = πρόβλημα υπερβαλλουσών διαλείψεων
 
Βέβαια υπάρχει και το phrasal fade in, όπου το διάλειψη δεν ταιριάζει.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Η σωστή προφορά είναι Ρέιλι, αλλά δεν ξέρω πώς έχει περάσει ο κύριος στο χώρο.
http://en.wikipedia.org/wiki/John_Strutt,_3rd_Baron_Rayleigh

Ρέιλι στη βίκη, από όπου και μια διάχυση Ρέιλι.... [Γιατί μου φαίνεται πιο οικεία αυτή η διάχυση Ρέιλι, άραγε; Πού να θυμάμαι τώρα...]


Α, και για τη Microsoft, fading = σταδιακό σβήσιμο, ξεθώριασμα
 
[Γιατί μου φαίνεται πιο οικεία αυτή η διάχυση Ρέιλι, άραγε; Πού να θυμάμαι τώρα...]

Το φαινόμενο Rayleigh δεν είναι που ευθύνεται για το μπλε του ουρανού; Που στο σχολείο μάς το μάθαιναν "διάχυση" ή "σκέδαση Rayleigh";

Edit: όντως
 

Zazula

Administrator
Staff member
Υπάρχει ένα φαινόμενο στην κυματική το οποίο περιγράφεται με τον αγγλ. όρο fading και με τον ελλ. όρο διάλειψη. Για μια επεξήγησή του διαβάζουμε στο Λεξικό τεχνολογίας & επιστημών:
fading ΙΙΙ (φέιντινγκ) [Φαινόμενο διαλείψεων] Επικοιν. Αφορά στη διάδοση των ραδιοκυμάτων στον χώρο των επικοινωνιών και πιο συγκεκριμένα τη συμβολή τους όταν φθάνουν στον ίδιο δέκτη από διαφορετικούς δρόμους, οπότε αν η σχηματιζόμενη διαφορά φάσης δεν έχει την κατάλληλη τιμή για την αλληλεξουδετέρωσή τους δημιουργούνται προβλήματα διαλείψεων στην εικόνα ή στον ήχο ανάλογα.
Μια αναφορά στον όρο fading zone (ελλ.: ζώνη διαλείψεων — δυστυχώς απουσιάζει από το Teleterm), όπου εξηγείται το πώς προκύπτουν οι διαλείψεις στα μακρά, βρίσκουμε εδώ:
Close to the station, the field strength due to the sky wave is generally very much lower than that due to the ground wave, but whereas the latter decreases with distance, the sky wave initially increases in strength. At some point, the two signals can be of the same order and fading can be apparent. This is because, while the relative phase of the ground wave signal at a given point is largely constant, that of the sky wave varies due to movement in the ionosphere.
Πολλοί όροι στις ραδιοκυματικές επικοινωνίες σχετίζονται με το προαναφερθέν φαινόμενο των διαλείψεων, όπως είναι π.χ. το fading margin (ελλ.: περιθώριο διαλείψεων) που αναφέρεται στο Teleterm και το οποίο είναι το περιθώριο στη μείωση της έντασης ενός ηλεκτρομαγνητικού σήματος λόγω διαλείψεων που έχει ο δέκτης κι εντός του δεν εμφανίζει πρόβλημα κακής λήψης.

Βέβαια, ο όρος διάλειψη περιγράφει ένα συγκεκριμένο φαινόμενο σε ένα συγκεκριμένο πεδίο. Και, δυστυχώς, ο ορισμός που παραθέτει η βικιπαίδεια (fading is deviation of the attenuation that a carrier-modulated telecommunication signal experiences over certain propagation media) παραείναι γενικόλογη κι ίσως αφήνει χώρο να θεωρήσουμε ότι ο όρος, εάν σημαίνει γενικά τη "μείωση ισχύος σήματος", θα μπορούσε να μη σχετίζεται αποκλειστικά με το φαινόμενο των διαλείψεων. Διότι, ως γνωστόν, το αγγλ. ρήμα fade χρησιμοποιείται στο κοινό λεξιλόγιο για να περιγράψει γενικά την εξασθένηση — κι από 'κεί περνά κατά περίπτωση σε μερικότερες και/ή εξειδικευμένες χρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και χρήσεων σε άλλα επιστημονικά και τεχνικά πεδία. Επομένως, όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάποια χρήση τού fade ή παράγωγου από αυτό όρου, θα πρέπει να εντοπίζουμε τη συγκεκριμένη κατά περίπτωση έννοια που αποδίδεται — και κατόπιν να χρησιμοποιούμε τον αντίστοιχο όρο στη ΓΣ. Οπότε με την ευκαιρία ας συγκεντρώσουμε εδώ ενδεικτικά και κάποιες άλλες χρήσεις (ο κατάλογος που ακολουθεί δεν τρέφει την αυταπάτη πως είναι πλήρης):
  • fading
    1. εξασθένηση (γενικά) [ΣτΖ: Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και επιθετικός προσδιορισμός: βαθμιαία / προοδευτική / σταδιακή εξασθένηση.]
    2. ξεθώριασμα (χρώματος, υφάσματος, φωτογραφίας, εικόνας κττ)
    3. σταδιακό σβήσιμο (ήχου, εικόνας, τηλεοπτικού πλάνου κττ), κν. φοντί ǁ (ειδικότ.) σβήσιμο (ενός πλάνου στο άλλο), κν. φοντί ανσενέ (στον κινηματογράφο) [ΣτΖ: Αν δεν γνωρίζουμε για τι είδους φοντί πρόκειται —ανσενέ, κλειστό ή ανοιχτό— μπορούμε να έχουμε σκέτο φοντί χωρίς προσδιορισμό, που δηλώνει γενικά την έννοια "σβήσιμο". Στον συγκεκριμένο όρο υπάρχει κάποια επικάλυψη με το dissolve.]
    4. διάλειψη (φαινόμενο στα ραδιοκύματα)
  • fader
    1. ρυθμιστικό ήχου, φωτισμού ή εικόνας [ΣτΖ: Στον συγκεκριμένο όρο, στην κοινή ηλεκτρολογική χρήση για τον φωτισμό, υπάρχει κάποια επικάλυψη με το dimmer (το οποίο καλείται κοινώς ροοστάτης στην πιάτσα). Συχνά όμως το fader κινείται γραμμικά κι όχι περιστροφικά, οπότε καλύπτεται με τον κοινό όρο ποτενσιόμετρο, κι ας μην υπηρετείται η ορολογική ακρίβεια — η οποία ούτως η άλλως είναι η μεγάλη πονεμένη στο fade και τα παράγωγά του.]
    2. απομειωτής [ΣτΖ: Στον συγκεκριμένο όρο υπάρχει κάποια επικάλυψη με το attenuator.]
    3. αποσβεστήρας ήχου (απορροφητικό διάφραγμα ήχου)
  • fade (ρήμα)
    1. εξασθενώ ǁ εξασθενίζω (γενικά — ενεργητικό κ. παθητικό)
    2. φθίνω (γενικά)
    3. ξεθωριάζω (για χρώμα), αποχρωματίζομαι ǁ αποχρωματίζω
    4. σκοτεινιάζω (για εικόνα)
    5. διαλείπω (για το φαινόμενο της διάλειψης)
  • fade (ουσιαστικό)
    1. εξασθένηση
    2. πτώση απόδοσης, κν. πέσιμο ǁ (συγκεκρ.) brake fade, braking system fade, heat fade = πτώση απόδοσης των φρένων / του συστήματος πέδησης, υπερθέρμανση των φρένων, κν. ζεστάθηκαν τα φρένα [ΣτΖ: Προσοχή στις αντιστοιχίσεις ουσιαστικού-ρήματος στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθότι τα «πέφτω στα φρένα» (αν και πέσιμο) και «ζέσταμα των φρένων» (αν και ζεστάθηκαν) έχουν άλλες σημασίες το καθένα, άσχετες με το προκείμενο.]
    3. βαθμιαία απόσβεση
  • fade-in
    1. ανάδυση (εικόνας), κν. άνοιγμα εικόνας [ΣτΖ: Λέμε ότι «η εικόνα ανοίγει»· μπορούμε επίσης να προσθέτουμε τον προσδιορισμό για το πλάνο έναρξης: άνοιγμα από λευκό / μαύρο.]
    2. βαθμιαία εμφάνιση (ή αύξηση ισχύος κλπ), κν. φέιντ-ιν (σε εικόνα, ήχο κττ), φοντί ανοιχτό (στον κινηματογράφο) [ΣτΖ: Επίσης σταδιακή εμφάνιση / εισαγωγή (Microsoft).]
  • fade-out
    1. βαθμιαίο σβήσιμο (ή μείωση ισχύος κλπ), κν. φέιντ-άουτ (σε εικόνα, ήχο κττ), φοντί κλειστό (στον κινηματογράφο) [ΣτΖ: Επίσης σταδιακή εξαφάνιση / εξασθένηση (Microsoft)· μπορούμε επίσης να προσθέτουμε τον προσδιορισμό για το πλάνο λήξης: σβήσιμο σε λευκό / μαύρο.]

 

nickel

Administrator
Staff member
Σου κότσαρα ένσημο. Δεν είναι μια και δυο φορές που έχεις γράψει τέτοια και δεν πήρες ένσημο, αλλά αυτή τη φορά σκεφτόμουν ότι αξίζει το fade μια γενικότερη κάλυψη, ωραία, να κάτσω να φτιάξω κάτι, μμμ, αργότερα, κάνουμε διακοπές τώρα. Και τσουπ, το μάννα εξ ουρανού.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ε, το 'χα άλλωστε τάμα να γράψω μια φορά και κάτι για το φοντί που να μην αφορά μάσα. :D
 

nickel

Administrator
Staff member
Έχουμε τώρα και το ethical fading, όπως αναδεικνύεται σε ηλεδελτίο του Κουίνιον (6/8/2011):

This has been in the news recently, in part because it was featured in a book published this year, Blind Spots, by Max Bazerman and Ann Tenbrunsel and because it has proved a useful term when discussing the phone-hacking accusations concerning News International.

Sometimes, unethical behaviour in business — fiddling expenses, overcharging, hiding unwelcome facts (say about an unsafe product), bribery or corruption, putting workers at risk through cutting corners, or paying police for tip-offs and hacking people’s phones — becomes accepted as part of the culture of an organisation. This may be because it’s unchecked by management, sometimes because it seems to be the only way to get the job done, sometimes because it’s known that telling a dictatorial boss about a problem is a good way to get fired. Ethical fading refers to an erosion of the ethical standards of a business in which employees become used to engaging in or condoning such behaviour.

The term is clearly new to most commentators, but it was created in the article Ethical Fading, the Role of Self-Deception in Unethical Behavior, by Ann Tenbrunsel and David Messick, which appeared in Social Justice Research in 2004.
When we are busy focused on common organizational goals, like quarterly earnings or sales quotas, the ethical implications of important decisions can fade from our minds. Through this ethical fading, we end up engaging in or condoning behavior that we would condemn if we were consciously aware of it.
New York Times, 20 Apr. 2011.

The academics describe a process of “ethical fading” in businesses where maximising returns is encouraged over fairness to fellow employees and customers. The result is that right and wrong go out of the window. Read about the culture at the News of the World and “ethical fading” certainly comes to mind.
Guardian, 18 Jul. 2011.​

Έχουμε διάβρωση / χαλάρωση του επαγγελματικού ήθους (δεν θα ήταν ακριβές να κάνουμε το ethical ηθικός, αφού δεν είναι moral αλλά αφορά τη δεοντολογία / business ethics). Οπότε...;

Ένα νήμα παραπονεμένο: ethical code, code of ethics, code of conduct, code of practice, moral code
 

Cadmian

New member
Δεοντολογική διάλειψη; Μου φαίνεται ότι το fading κρατάει κι εδώ την κυριολεκτική του σημασία.
 
Top