metafrasi banner

take to the cleaners

Zazula

Administrator
Staff member
1. Sl. to take a lot of someone's money; to swindle someone. The lawyers took the insurance company to the cleaners, but I still didn't get enough to pay for my losses. The con artists took the old man to the cleaners. = τρώω τα λεφτά, ξεπουπουλιάζω

2. Sl. to defeat or best someone. We took the other team to the cleaners. Look at the height they've got! They'll take us to the cleaners! = παίρνω τα σώβρακα
 
Συνδυάζοντας και τις δύο σημασίες, πρόχειρα, αλλά επίκαιρα: Πήγα κι έπαιξα με τα χαρτόμουτρα, ο βλάκας, και μ' έγδυσαν! :(
 
Συνδυάζοντας και τις δύο σημασίες, πρόχειρα, αλλά επίκαιρα: Πήγα κι έπαιξα με τα χαρτόμουτρα, ο βλάκας, και μ' έγδυσαν! :(
Τυχερέ, εμένα μου πιάσανε και τον μπιπ!
 
Μια που ξαναείδα το νήμα σήμερα λόγω εκείνου του ποστ, θυμήθηκα το λιανίζω [<l>anízo] -ομαι P2.1 : 1. κόβω σε πολύ μικρά κομμάτια, κομματιάζω, κατατεμαχίζω: ~ το κρέας. 2. (μτφ.) α. δέρνω κπ. πολύ και άγρια: Aν πέσεις στα χέρια μου, θα σε λιανίσω. Θα σου λιανίσω τα κόκαλα. β. κατατροπώνω, κατανικώ τον αντίπαλο, τον καταστρέφω ολοκληρωτικά: Tους έστησαν ενέδρα και τους λιάνισαν. [μσν. λιανίζω < λιαν(ός) -ίζω], με την τελευταία σημασία και στο κατάλληλο συγκείμενο.
Στο τελευταίο παράδειγμα του Ζαζ, π.χ.: Κοίτα δω ντερέκια! Θα μας λιανίσουν!
 
Back
Top