metafrasi banner

Squat

Than

New member
Υπάρχει άλλος τρόπος να εκφράσουμε στα ελληνικά το "κάνω βαθύ κάθισμα" αυτό που στα αγγλικά λέμε "I am squatting";
 
[Λεξικό Γεωργακά]
ανακούρκουδα [anakúrku∂a] adv (& τανακούρκουδα & ανακούκουρδα)

① w. bent knees, in a squatting posture (syn με λυγισμένα γόνατα): κάθομαι ~ (syn ανακουρκουδίζω 1) παίζανε καθισμένοι ~

② in cross-legged sitting position (syn σταυροπόδι, L οκλαδόν): poem είπε και κάθισε ~, σε λογισμούς βυθίστη (Kazantz Od 9.1011)

[fr MG ανακούρκουδα, this possibly fr *ανακώλκυδα, cpd of ανα- & κλωκυδά· το καθήσθαι επ' αμφοτέροις ποσίν Hesych.; or fr ανακούκουδα ← ανακούκουβα (both attested dialectally), the latter cpd of ανα- and κουκούβα. On the form τανακούρκουδα cf αν]



ανακουρκουδίζω [anakurku∂ízo] (& ανακουκουρδίζω)
① sit in squatting position (syn κάθομαι ανακούρκουδα)

② sit in cross-legged position (Proïa's Lex.) (syn κάθομαι σταυροπόδι)


Για το ανακούρκουδα υπάρχει η σημασία όπου η στήριξη του σώματος γίνεται στις μύτες των ποδιών, αλλά και εκείνη όπου το κάθισμα είναι στην έδρα και τα πόδια είναι σταυρωμένα χιαστί. Το πρώτο είναι η στάση τής οκλάσεως, το δεύτερο το λέμε οκλαδόν (ενώ παρ' αρχ. και το οκλαδόν την όκλαση δήλωνε). Αμφότερα από το οκλάζω "κλίνω/κάμπτω τα γόνατα | κάθομαι στα γόνατα". Παρεμπ η ημιόκλαση που κρατά πολλή ώρα αποτελεί βάρβαρο καψόνι.

Για τοπικά ιδιώματα και διαλέκτους δείτε κι εδώ: http://www.lexilogia.gr/forum/showthread.php?t=2828, http://www.pardalilexi.gr/index.php, http://apokries-kozanis.gr/kozani_dictionary_by_lias.pdf κ.α.


[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουκουβίζω [kukuvízo] Ρ2.1α : (προφ.) κάθομαι ανακούρκουδα.
[μσν. κουκούβ(η) `είδος κουκουβάγιας΄ (ηχομιμ., σύγκρ. κουκουβάγια) -ίζω]


Το «κουκουβίζω», όχι. Στα λεξικά θα δεις ότι σημαίνει «κουρνιάζω» (ΛΝΕΓ) ή «κάθομαι ανακούρκουδα» (ΛΚΝ), αγγλιστί squat.

owling = κουκούβισμα (άλλη μια μοδάτη τρέλα)
 
Last edited:
Back
Top