metabolize = μεταβολίζω
Σιγά τα δύσκολα θα μου πείτε, αλλά το αγγλικό υπάρχει από το 1878 και, ενώ το βρίσκω στο Penguin, δεν το βρίσκω στη Magenta. Το μεταβολίζω, πάλι, δεν το βρίσκω σε κανένα ελληνικό λεξικό. Βοηθήστε να δώσουμε ακριβή ορισμό, π.χ.
μεταβολίζω υποβάλλω σε μεταβολισμό· μετατρέπω σε μορφή που προσφέρεται για την παροχή ενέργειας σε ζώντες οργανισμούς.
Παραθέτω τους ελάχιστους αγγλικούς που δεν αναπαράγουν τον μεταβολισμό / metabolism.
Σιγά τα δύσκολα θα μου πείτε, αλλά το αγγλικό υπάρχει από το 1878 και, ενώ το βρίσκω στο Penguin, δεν το βρίσκω στη Magenta. Το μεταβολίζω, πάλι, δεν το βρίσκω σε κανένα ελληνικό λεξικό. Βοηθήστε να δώσουμε ακριβή ορισμό, π.χ.
μεταβολίζω υποβάλλω σε μεταβολισμό· μετατρέπω σε μορφή που προσφέρεται για την παροχή ενέργειας σε ζώντες οργανισμούς.
Παραθέτω τους ελάχιστους αγγλικούς που δεν αναπαράγουν τον μεταβολισμό / metabolism.
- if your body metabolizes food, oxygen, etc., it changes it into a form that can be used as energy (Macmillan)
- metabolize also metabolise British English [transitive]to change food in your body into energy and new cells, using chemical processes (Longman)
- metabolize something (biology) to turn food, minerals, etc. in the body into new cells, energy and waste products by means of chemical processes: We metabolize alcohol at different rates. (OALD)