Πολύ ενδιαφέρον έχει ένας απ' αυτούς, το
κολόκουρο. Γράφει σχετικά
στο slang.gr:
Στην κυριολεξία της, η λέξη προέρχεται από την κτηνοτροφία και την γλώσσα της κουράς των προβάτων. Σημαίνει το μαλλί του ζώου που προέρχεται από την κοιλιά και τα πόδια του, το οποίο είναι κοντύτερο και προφανώς κατώτερης ποιότητας από το μαλλί που προέρχεται από τα άλλα, πλουσιότερα σε τριχοφυΐα μέρη του ζώου, π.χ. πλάτη.
Στην σλαγκική χρήση της, συναντάμε την λέξη στην αργκό της διαφθοράς και συναλλαγής που κυριαρχεί στο δημόσιο. Ιδιαίτερα συναντάται η χρήση της στους διαγωνισμούς δημοσίων έργων, (χώρος που έχει δική του περιορισμένη πλην ενδιαφέρουσα αργκό).
Κολόκουρα είναι τα λεφτά που παίρνει εργολάβος – υποψήφιος ανάδοχος δημοσίου έργου, σε στημένο και προσυνεννοημένο ως προς το αποτέλεσμά του δημόσιο διαγωνισμό, προκειμένου να μην υποβάλει προσφορά ή να υποβάλει προσφορά, η οποία σίγουρα θα απορριφθεί, με σκοπό να αναλάβει το έργο συγκεκριμένος εργολάβος, ο οποίος δίνει και τα κολόκουρα στους άλλους. Λογικά υποθέτω ότι η χρήση της λέξης στον τομέα αυτόν, προέρχεται από το ότι ο εργολάβος ο οποίος κατόπιν συνεννοήσεως αναλαμβάνει τελικά το έργο, λαμβάνει το μακρύτερο και καλύτερο «μαλλί», (η ανάθεση της σύμβασης), ενώ οι υπόλοιποι εργολάβοι, πάντα κατόπιν συνεννοήσεως, αρκούνται στα κολόκουρα.
Φυσικά σε επόμενο διαγωνισμό, άλλος θα είναι αυτός που θα λάβει το κυρίως μαλλί, (σύμβαση) και άλλος θα αρκεστεί στα κολόκουρα, ώστε να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ των επιχειρηματιών.
Αφορμή για το παρόν λήμμα, έδωσε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του γνωστού καθηγητή του πολυτεχνείου Θ. Π. Τάσιου, «Ετεροδοσοληψία», το οποίο είναι δημοσιευμένο και στην ιστοσελίδα του ΤΕΕ, και το οποίο παρουσιάστηκε σε συνέδριο του ΤΕΕ για τα δημόσια έργα το 2005. Ο ανωτέρω καθηγητής, παραθέτει σειρά λέξεων που αφορούν την διαφθορά στον χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων και τα «κολόκουρα». Στο γκουγκλ βρίσκεται αμέσως, εάν γκουγκλάρουμε την λέξη «ετεροδοσοληψία»». Σημειωτέον ότι στο άνω ενδιαφέρον άρθρο, ο άνω συγγραφέας προσπαθεί να εισαγάγει επιστημονικούς όρους στο φαινόμενο της διαφθοράς και εκεί έγκειται το ενδιαφέρον του, για τους φιλοπερίεργους που επιθυμούν περαιτέρω έρευνα αυτών των θεμάτων.
Σήμερα τα κολόκουρα έχουν περιορισθεί αλλά όχι εξαφανισθεί, υποτίθεται επειδή άλλαξε το νομοθετικό καθεστώς και συνεπώς μειώθηκε η διαφθορά (βλ. άλλαξε ο Μανωλιός), αλλά στην πραγματικότητα επειδή έδωσαν την θέση τους σε πιο «μονδέρνους» και εξελιγμένους τρόπους.
[…]
Παράδειγμα 1, από την ιστοσελίδα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, 22-2-2006:
O ΔHKTHΣ
Τα «κολόκουρα», το ΠAΣOK και οι σακούλες εργολάβων
Τι άλλο θα ακούσουμε; «Το προηγούμενο σύστημα (μαθηματικός τύπος) ήταν το πλέον αντικειμενικό σύστημα, όπως ομολογείται από τους ειδικούς», αναφέρεται σε ανακοίνωση του τομέα Οικονομίας του ΠAΣOK. Μάλιστα, προσθέτουν ότι «αντίθετα, σήμερα, οι συμφωνίες των εργολάβων και τα “κολόκουρα” τείνουν να γίνουν καθεστώς». Οι έχοντες μνήμη θα θυμούνται ότι όταν καταργήθηκε ο μαθηματικός τύπος, που ευνόησε τους αεριτζήδες και διόγκωσε τις αθέμιτες συναλλαγές στα δημόσια έργα, ουδείς «ειδικός» τον υπερασπίστηκε μέσα και έξω από τη Βουλή. Με καθυστέρηση δεκαετιών θυμήθηκαν στο ΠAΣOK τα «κολόκουρα» (έτσι αποκαλείται η αμοιβή του εργολάβου που συμμετέχει στο στήσιμο ενός διαγωνισμού), όταν επί των ημερών τους οι προσφορές κατετίθεντο όλες μαζί, ακόμα και σε σακούλες απορριμμάτων, γραμμένες από το ίδιο χέρι. Είχε δε αποφασιστεί εκ των προτέρων το ύψος κάθε προσφοράς, προκειμένου το έργο να πάει σε συγκεκριμένο εργολάβο, με τη βοήθεια του περίφημου μαθηματικού τύπου. Ξεχνούν, επίσης, ότι στο τέλος παρενέβη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τους ανάγκασε να προχωρήσουν σε αλλαγές, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με την αλλαγή κυβέρνησης και την κατάργηση του μαθηματικού τύπου.
Στο ΛΝΕΓ προτιμούν να το γράφουν
κωλόκουρο:
κωλόκουρο (το) 1. το κακής ποιότητας μαλλί τού προβάτου · 2. η δωροδοκία (ειδικότ. το χρηματικό ποσό που παίρνει κάποιος για να απομακρυνθεί από δημοπρασία προς όφελος άλλου συμμετέχοντος). [ΕΤΥΜ. < κώλος + -κούρο < κουρεύω].
Στον Πάπυρο δεν χαλάνε κανενός το χατίρι:
κολόκουρο το· 1. μαλλί μικρού μήκους που λαμβάνεται από το κούρεμα τών προβάτων και τών κατσικιών· 2. φιλοδώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλον «κολοβό» + κουρά (< κείρω «κουρεύω»)].
κωλόκουρο το· 1. μαλλί δεύτερης ποιότητας που προέρχεται από τους μηρούς και την ουρά τού προβάτου· 2. (μτφ.) δωροδοκία κάποιου για να μη συμμετάσχει σε δημοπρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο-* + -κουρο (< κουρά)].