metafrasi banner

influence peddling, influence peddler

Από το nooz.gr, ρεπορτάζ (μεταφρασμένο αλλά δεν το λέει) για το κλείσιμο της τράπεζας του Γιαννούλια (άλλη εθνική συμφορά):

Είχαν δοθεί επίσης δάνεια στον καταδικασθέντα μικροπωλητή με επιρροή Άντοϊν «Τόνι» Ρέζκο, που ήταν επίσης ένας από εκείνους που συγκέντρωναν χρήματα για την προεκλογική εκστρατεία του Ομπάμα.

Ο... μικροπωλητής με επιρροή είναι "μετάφραση" του influence peddler (το έλεγξα).

Απροπό, πώς θα το μεταφράζαμε αυτό σωστά;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member

daeman

Administrator
Staff member
influence peddling n.
The practice of using one's influence with persons in authority to obtain favors or preferential treatment for another, usually in return for payment.

Συνώνυμο:
fixer (f
k
s
r) n. 2. Informal A person who uses influence or makes arrangements for another, especially by improper or unlawful means.

Someone who intervenes with authorities for a person in trouble (usually using underhand or illegal methods for a fee).

Πώς λέγονται ελληνιστί, δεν ξέρω. Έτσι πρόχειρα, σκέφτομαι μόνο τα ανεπαρκή, αδύναμα στην περίπτωση αυτή μέσον και μεσάζων.
 

nickel

Administrator
Staff member
Το γλωσσικό επίπεδο, πάντως, δεν επιτρέπει να τους πούμε «νταβατζήδες» ενώ οι «νονοί» και οι «κουμπάροι» λειτουργούν σε άλλο πραγματολογικό επίπεδο.
 

daeman

Administrator
Staff member
Αυτοί δεν είναι που ονομάζουμε "διαδρομιστές"; Lobbyists δεν είναι στην ουσία ή κάνω λάθος;

Έχω την εντύπωση ότι οι lobbyists ενεργούν για λογαριασμό ομάδων, πιο οργανωμένα και συντονισμένα, ενώ αυτός εδώ ο influence peddler μού φαίνεται πως είναι ο φριλάντζας-κομάντο του επαγγέλματος. Εκτός αν κάνω εγώ λάθος. :confused:

ΛΚΝ:
λόμπι το [lóbi] O (άκλ.) : ομάδα συμφερόντων από πρόσωπα που με παρασκηνιακές συνήθ. ενέργειες και πιέσεις επιδιώκουν να επηρεάζουν τα κέντρα λήψης αποφάσεων (το κοινοβούλιο, την κυβέρνηση κτλ.) με στόχο την εξυπηρέτηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους: Tο ~ των Eυρωπαίων βιομηχάνων πιέζει την Eυρωπαϊκή Ένωση για περιορισμό των εισαγωγών από την Iαπωνία. Tο ελληνικό / το εβραϊκό / το τουρκικό ~ στις HΠA.[λόγ. < αγγλ. lobby]
 

nickel

Administrator
Staff member
Οι λέξεις / φράσεις από μόνες τους δεν έχουν κάτι το κακόσημο. Οι λομπίστες / διαδρομιστές έχουν να κάνουν με το «χώρο» όπου κινούνται και οι άλλοι «διακινούν» επιρροή — πραματευτάδες ή «μεταπράτες» επιρροής είναι. Το λέει και η Wikipedia: In fact, influence peddling is not necessarily illegal as OECD has often used the term "undue influence peddling" to refer to illegal acts of lobbying. Στη χρήση πάντως οι λομπίστες είναι ένας θεσμός και οι μιζαδόροι Χριστοφοράκοι.
 

nickel

Administrator
Staff member
Μια και πιάσαμε τις δοσοληψίες αυτού του είδους: ο καθηγητής Θεοδόσης Τάσιος ανέφερε στην πρόσφατη συνέντευξή του στη Βίκη Φλέσσα, στην εκπομπή «Στα άκρα» (χορταστικότατη, διάρκειας 2 ωρών και 15 λεπτών) τις ετεροδοσοληψίες. Είναι πρωτολογισμός, που σύμφωνα με το σχετικό κείμενο, αναφέρεται «(i) στο γεγονός οτι το έγκλημα διαπράττεται καί απ' τον "δίδοντα" καί απ' τον "λαμβάνοντα", ενώ (ii) αμφότεροι καρπούνται χρήμα "ετέρας" προελεύσεως (του Ιδιοκτήτη του Έργου δηλαδή)». Υπάρχει στην αρχή και αναφορά στον λεξιλογικό πλούτο του φαινομένου:

  • Διαπλοκή
  • Διαφθορά
  • Δεκασμός
  • Δωροδοκία
  • Δωροδοσία
  • Δωροκοπία
  • Δωροληψία
  • Ετεροδοσοληψία
  • Εξαγορά
  • Κολόκουρο
  • Λάδωμα
  • Λίπανση
  • Λοβιτούρα
  • Μίζα
  • Μπαχτσίς
  • Ρεμούλα
  • Συναλλαγή
  • Τα παίρνει
  • Τα πιάνει
  • Το κατιτίς του (της)
  • Κάτω απ' το τραπέζι
  • Του (της) τα σκάσαμε
  • Το ποσοστό του (της)
  • Φακελάκι
  • Χρηματισμός

Δεν βρήκα κάποιον όρο για την ανάγκη μας εδώ, εκτός από τον μεσάζοντα.

Θα προσθέσω όμως και (για ειδικές χρήσεις) τον διεκπεραιωτή.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Δηλαδή, ο περίφημος αστικός μύθος για τις «πενήντα λέξεις για το χιόνι» των Εσκιμώων μπορεί άνετα να αντικατασταθεί από τις «είκοσι πέντε λέξεις των Ελλήνων για το δωράκι».

Ωπ! Είκοσι έξι με το «δωράκι» (είπαμε να πάρει ένα δωράκι, όχι και πεντακόσια εκατομμύρια). Το μπαξίσι είναι το μπαχτσίς και δεν παίρνει πόντους.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Να προσθέσουμε και το γρηγορόσημο, ή δεν ανήκει σ' αυτά;
 

nickel

Administrator
Staff member
Πολύ ενδιαφέρον έχει ένας απ' αυτούς, το κολόκουρο. Γράφει σχετικά στο slang.gr:

Στην κυριολεξία της, η λέξη προέρχεται από την κτηνοτροφία και την γλώσσα της κουράς των προβάτων. Σημαίνει το μαλλί του ζώου που προέρχεται από την κοιλιά και τα πόδια του, το οποίο είναι κοντύτερο και προφανώς κατώτερης ποιότητας από το μαλλί που προέρχεται από τα άλλα, πλουσιότερα σε τριχοφυΐα μέρη του ζώου, π.χ. πλάτη.

Στην σλαγκική χρήση της, συναντάμε την λέξη στην αργκό της διαφθοράς και συναλλαγής που κυριαρχεί στο δημόσιο. Ιδιαίτερα συναντάται η χρήση της στους διαγωνισμούς δημοσίων έργων, (χώρος που έχει δική του περιορισμένη πλην ενδιαφέρουσα αργκό).
Κολόκουρα είναι τα λεφτά που παίρνει εργολάβος – υποψήφιος ανάδοχος δημοσίου έργου, σε στημένο και προσυνεννοημένο ως προς το αποτέλεσμά του δημόσιο διαγωνισμό, προκειμένου να μην υποβάλει προσφορά ή να υποβάλει προσφορά, η οποία σίγουρα θα απορριφθεί, με σκοπό να αναλάβει το έργο συγκεκριμένος εργολάβος, ο οποίος δίνει και τα κολόκουρα στους άλλους. Λογικά υποθέτω ότι η χρήση της λέξης στον τομέα αυτόν, προέρχεται από το ότι ο εργολάβος ο οποίος κατόπιν συνεννοήσεως αναλαμβάνει τελικά το έργο, λαμβάνει το μακρύτερο και καλύτερο «μαλλί», (η ανάθεση της σύμβασης), ενώ οι υπόλοιποι εργολάβοι, πάντα κατόπιν συνεννοήσεως, αρκούνται στα κολόκουρα.

Φυσικά σε επόμενο διαγωνισμό, άλλος θα είναι αυτός που θα λάβει το κυρίως μαλλί, (σύμβαση) και άλλος θα αρκεστεί στα κολόκουρα, ώστε να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ των επιχειρηματιών.

Αφορμή για το παρόν λήμμα, έδωσε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του γνωστού καθηγητή του πολυτεχνείου Θ. Π. Τάσιου, «Ετεροδοσοληψία», το οποίο είναι δημοσιευμένο και στην ιστοσελίδα του ΤΕΕ, και το οποίο παρουσιάστηκε σε συνέδριο του ΤΕΕ για τα δημόσια έργα το 2005. Ο ανωτέρω καθηγητής, παραθέτει σειρά λέξεων που αφορούν την διαφθορά στον χώρο αυτό, μεταξύ των οποίων και τα «κολόκουρα». Στο γκουγκλ βρίσκεται αμέσως, εάν γκουγκλάρουμε την λέξη «ετεροδοσοληψία»». Σημειωτέον ότι στο άνω ενδιαφέρον άρθρο, ο άνω συγγραφέας προσπαθεί να εισαγάγει επιστημονικούς όρους στο φαινόμενο της διαφθοράς και εκεί έγκειται το ενδιαφέρον του, για τους φιλοπερίεργους που επιθυμούν περαιτέρω έρευνα αυτών των θεμάτων.

Σήμερα τα κολόκουρα έχουν περιορισθεί αλλά όχι εξαφανισθεί, υποτίθεται επειδή άλλαξε το νομοθετικό καθεστώς και συνεπώς μειώθηκε η διαφθορά (βλ. άλλαξε ο Μανωλιός), αλλά στην πραγματικότητα επειδή έδωσαν την θέση τους σε πιο «μονδέρνους» και εξελιγμένους τρόπους.

[…]

Παράδειγμα 1, από την ιστοσελίδα της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, 22-2-2006:

O ΔHKTHΣ
Τα «κολόκουρα», το ΠAΣOK και οι σακούλες εργολάβων
Τι άλλο θα ακούσουμε; «Το προηγούμενο σύστημα (μαθηματικός τύπος) ήταν το πλέον αντικειμενικό σύστημα, όπως ομολογείται από τους ειδικούς», αναφέρεται σε ανακοίνωση του τομέα Οικονομίας του ΠAΣOK. Μάλιστα, προσθέτουν ότι «αντίθετα, σήμερα, οι συμφωνίες των εργολάβων και τα “κολόκουρα” τείνουν να γίνουν καθεστώς». Οι έχοντες μνήμη θα θυμούνται ότι όταν καταργήθηκε ο μαθηματικός τύπος, που ευνόησε τους αεριτζήδες και διόγκωσε τις αθέμιτες συναλλαγές στα δημόσια έργα, ουδείς «ειδικός» τον υπερασπίστηκε μέσα και έξω από τη Βουλή. Με καθυστέρηση δεκαετιών θυμήθηκαν στο ΠAΣOK τα «κολόκουρα» (έτσι αποκαλείται η αμοιβή του εργολάβου που συμμετέχει στο στήσιμο ενός διαγωνισμού), όταν επί των ημερών τους οι προσφορές κατετίθεντο όλες μαζί, ακόμα και σε σακούλες απορριμμάτων, γραμμένες από το ίδιο χέρι. Είχε δε αποφασιστεί εκ των προτέρων το ύψος κάθε προσφοράς, προκειμένου το έργο να πάει σε συγκεκριμένο εργολάβο, με τη βοήθεια του περίφημου μαθηματικού τύπου. Ξεχνούν, επίσης, ότι στο τέλος παρενέβη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τους ανάγκασε να προχωρήσουν σε αλλαγές, οι οποίες ολοκληρώθηκαν με την αλλαγή κυβέρνησης και την κατάργηση του μαθηματικού τύπου.

Στο ΛΝΕΓ προτιμούν να το γράφουν κωλόκουρο:
κωλόκουρο (το) 1. το κακής ποιότητας μαλλί τού προβάτου · 2. η δωροδοκία (ειδικότ. το χρηματικό ποσό που παίρνει κάποιος για να απομακρυνθεί από δημοπρασία προς όφελος άλλου συμμετέχοντος). [ΕΤΥΜ. < κώλος + -κούρο < κουρεύω].

Στον Πάπυρο δεν χαλάνε κανενός το χατίρι:
κολόκουρο το· 1. μαλλί μικρού μήκους που λαμβάνεται από το κούρεμα τών προβάτων και τών κατσικιών· 2. φιλοδώρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλον «κολοβό» + κουρά (< κείρω «κουρεύω»)].
κωλόκουρο το· 1. μαλλί δεύτερης ποιότητας που προέρχεται από τους μηρούς και την ουρά τού προβάτου· 2. (μτφ.) δωροδοκία κάποιου για να μη συμμετάσχει σε δημοπρασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο-* + -κουρο (< κουρά)].
 
Top