Αν όμως motivate = κινητροδοτώ, πώς θα πούμε το incentivise? Ένας υπάλληλος που δείχνει ζήλο και έχει high motivation despite the lack of any incentives, θα έχει κινητροδότηση;
Καλημέρα. Παρότι χρησιμοποιείται πολύ η κινητροδότηση (κινητροδότης, κινητροδοτικός) σε σχέση με το motivational — το incentivize δεν έχει σπουδαία προκοπή), αρέσει και σε μένα η παρακίνηση και το διαδίκτυο έχει ομιλίες παρακίνησης. Μια λοιπόν και το ξεσκούντημα δεν έχει μέλλον εδώ...
Κινητροδοτούμενο και κινητροστερούμενο, κινητροδοτημένο και κινητροστερημένο, με κίνητρα και χωρίς.
Επειδή άντε να βγάλεις μετοχές από το ερέθισμα, το έναυσμα ή το ελατήριο, άσε που από μια διαγώνια ματιά στο άρθρο
δεν νομίζω να στέκουν εδώ καλύτερα από το κίνητρο.
Μετά κινήτρων και άνευ, κινητρό κι ακίνητρο. :laugh:
Εσύ ξέρεις το κείμενό σου, Μάκη, αλλά προσοχή σ' αυτό:
disincentive noun
a factor, especially a financial disadvantage, that discourages a particular action: spiralling house prices are beginning to act as a disincentive to development
Επειδή το disincentive δεν είναι η έλλειψη κινήτρου, αλλά το αντικίνητρο, είναι πιθανό και οι παθητικές μετοχές στο κείμενό σου να σημαίνουν «με κίνητρα και αντικίνητρα».