metafrasi banner

history of playgoing

Τα ερευνητικά ενδιαφέροντα κάποιου ακαδημαϊκού επικεντρώνονται στην history of playgoing. Πώς θα το αποδίδατε; Σκέφτηκα "ιστορία της θεατροφιλίας", αλλά δεν μου αρέσει, μου φαίνεται σαν να φέρει κάποια ειρωνεία, κάτι αρνητικό.
 

Severus

Active member
Η θεατροφιλία δεν έχει ούτε και στα δικά μου τα αυτιά αρνητική-ειρωνική συνυποδήλωση.
Θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις και λεξιπλασίες. Μου αρέσει π.χ. η θεατροθέαση.
 
Σας ευχαριστώ όλους. Κράτησα τη "θεατροφιλία", και θα δω τι θα πουν και οι επιμελητές μου.
 

cougr

¥
Σκέφτηκα "ιστορία της θεατροφιλίας", αλλά δεν μου αρέσει, μου φαίνεται σαν να φέρει κάποια ειρωνεία, κάτι αρνητικό.
Νομίζω ότι αυτό ισχύει περισσότερο στα αγγλικά με το theatrophilia.

Edit: Posted simultaneously with antongoun.
 

pontios

Well-known member
Νομιζω ...
playgoer δεν είναι μόνο ο "φίλος του θέατρου", αλλά αυτός που πηγαίνει τακτικα στο θέατρο.

Από εκεί θα άρχιζα.
 

pontios

Well-known member
Could have the same meaning as "the history of going to theatre/plays?"

Possibly from the point of view of the "theatre goer" - their experience and what theatre meant to them over the years and maybe how the ritual (of going to plays) itself evolved etc?
 
Possibly from the point of view of the "theatre goer" -

Yes, exactly, and this is what "θεατρόφιλος" means:

θεατρόφιλος -η -ο [θeatrófilos] Ε5 : (για πρόσ.) που αγαπάει το θέατρο και πηγαίνει συχνά σε θεατρικές παραστάσεις: Tο θεατρόφιλο κοινό. || (ως ουσ.) ο θεατρόφιλος: H ματαίωση των παραστάσεων απογοήτευσε τους θεατρόφιλους.
 

pontios

Well-known member
(Η θεατροφιλία μπορει να ταιριαζει, μια χαρα).

... στα αγγλικα, υπαρχει μια διαφοροποιηση, νομιζω μεταξυ "lover" and "goer";

theatrelover: a person who loves going to the theatre (I'm guessing maybe for the social aspect and the atmosphere, not necessarily for the play?)

a playgoer: a person who goes to the theatre (on a regular basis) to see plays (= θεατροφιλος).
 
Top