metafrasi banner

gorse bush

Με μπέρδεψες.
Το λήμμα του Ηλίου έχει βαρύτητα ή όχι;
Εκεί ορίζει με σαφήνεια ποιος είναι ο ράχος.
Εφόσον απαντάται και στη Δυτική Ευρώπη, πιστεύω πως κάλλιστα θα μπορούσε να είναι αυτό που έψαχνε αρχικά η Tuna.

Το φυτό (μία από τις είκοσι ποικιλίες του, τουλάχιστον) στα ελληνικά λέγεται ασπάλαθος, και νομίζω πως έτσι (με τις βαριάντες του) τον γνωρίζει ο περισσότερος κόσμος, ανάμεσά τους και εκείνος που μου τον έμαθε το πάλαι ποτέ.
Ράχο το λένε άραγε οι πιο -χμ- μυημένοι (; ) Δεν γνωρίζω.

Πάντως σχοίνα σχίνα/σκίνος/σκίνα δεν είναι που να με γδέρνεις ζωντανή! :angry:
 
Λάθος άνθρωπο ρωτάς αν νομίζεις ότι περιφέρομαι ανά την Ελλάδα, σταματάω τον κόσμο, ρωτάω «Αυτό πώς το λέτε;» και κρατάω σημειώσεις. Εδώ δεν ξέρω τι είναι τι στον κήπο μου αν δεν είναι τετράποδη γάτα. Περιγράφω το μπέρδεμα που υπάρχει στις πηγές και η μοναδική πηγή που έχω για το πώς το λένε είναι ο Πάπυρος. Στα ανθοϊάματα είναι παρμένο από τα παλιά βιβλία. Ασπάλαθος δεν είναι, θα το συζητήσουμε άλλη στιγμή σε συνδυασμό με το ποίημα του Σεφέρη. Το μπέρδεμα ίσως υπάρχει στο τι είναι σχοίνος και τι σχίνος. Αλλά εγώ έχω σηκώσει ψηλά τα χέρια.
 
Το μπέρδεμα ίσως υπάρχει στο τι είναι σχοίνος και τι σχίνος. Αλλά εγώ έχω σηκώσει ψηλά τα χέρια.

Αν ρωτάς την αρχαία τους σημασία, ο Δορμπαράκης διακρίνει σε σχίνο, που τον ταυτίζει με το μαστιχόδεντρο, και σχοίνο (αμφότερα σκοτεινού ετύμου) που το ταυτίζει με το βούρλο, την καλαμιά (κάνει και μια αναφορά στη Βατραχομυομαχία), από το οποίο βγαίνει και το σκοινί
Όβερ για την ώρα.

Με τον Σεφέρη θα λογαριαστούμε αργότερις
icon_mrgreen.gif
 
Ασπάλαθος δεν είναι, θα το συζητήσουμε άλλη στιγμή σε συνδυασμό με το ποίημα του Σεφέρη.



κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς


και επιμένεις ότι δεν είναι; :eek:

Αυτό θα ήθελα να το καταλάβω... :confused:
 
Και τα δύο ανήκουν στην οικογένεια Fabaceae (Χεδρωπά; δεν θυμάμαι). Ο ασπάλαθος είναι Calicotome spinosa (known as thorny broom or spiny broom) και ο άλλος «ακανθώδης θάμνος» είναι gorse, furze, furse or whin (Ulex). Και έχουν κίτρινα άνθη και τα δυο εκτός από αγκάθια.
 
Να ξεδιαλύνουν πιάσανε
σκοίνα, σπάρτα και ράχους
τα σκίνα και τς ασφόδελους
και μπλέξαν μ' ασπαλάθους
Εκειά καθηλωθήκανε
και τσι βαστούν τ' αγκάθια
Γεννάδιο, Ήλιο, Πάπυρο
τως βγάλανε τα μάθια
Και κάθομ' από μια μερά
θωρώ τζοι και θαμάζω
ώσπου η άκρη να βρεθεί
και βαριαναστενάζω
Ξάφνου, μιαν αίγα που 'ρθενε
και βόσκει στσ' ασπαλάθους
ρωτώ τηνε να μειωθεί
η πιθανότη λάθους:
«Πώς λένε δα κειονέ που τρως;
κειονέ που μηρυκάζεις
να τωσε πω να γράψουνε
κι ας μη μασε διαβάζεις»
«Οι αθρώποι όπως θέν' τα λέν'
εγώ να ξεχωρίζω
να μασουλώ κατέω τα
όι να τα ονοματίζω.»
«Μα να μην ξέρεις πώς τα λέν'
αυτά που μηρυκάζεις;
Γι' άλλο δεν είσαι άξια
μόνο να σαβουριάζεις;»
«Ναι, κι αμέεεε!» :devil:
 
Βρε, μπας και ο Daeman είναι η μετενσάρκωση του Βιντσέντζου Κορνάρου;
 
Αν ρωτάς την αρχαία τους σημασία, ο Δορμπαράκης διακρίνει σε σχίνο, που τον ταυτίζει με το μαστιχόδεντρο, και σχοίνο (αμφότερα σκοτεινού ετύμου) που το ταυτίζει με το βούρλο, την καλαμιά.
Κατηγορηματικός και ο Beekes:
σχῖνος [m.] 'mastich tree, Pistacia Lentiscus' (Hdt., Thphr., Theoc., LXX), 'squill, σκίλλα' (Epich., Hp., com.) [...] Without a doubt, this word, denoting a tree and a marine organism, is Pre-Greek.
σχοῖνος [m., f.] 'rush, reed, rope plaited of rush' (ε 463), also as an (Egyptian) land measure (Hdt. 2, 6, Hero, pap.) [...] Fur.: 391 compares κοίνα· χόρτος 'fence' (H.); because of the variations κ/χ and σ/zero, the word is Pre-Greek.
 
Back
Top