Σήμερα είναι των Φώτων. Χρόνια πολλά στους εορτάζοντες. Η μέρα ξεκίνησε με δύο διακοπές του ηλεκτρικού (φυσάει και τα δέντρα πέφτουν πάνω στα σύρματα της ΔΕΗ). Τώρα θα ζητήσω να με φωτίσετε. Έχω ελπίδες;
eponym
A person whose name is or is thought to be the source of the name of something, such as a city, country, or era. For example, Romulus is the eponym of Rome. [AHD]
Έτσι ήταν κάποτε τα πράγματα. Eponym ήταν το όνομα του ανθρώπου που υπήρξε η ρίζα για τη δημιουργία μιας άλλης λέξης (ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου, ή ρήματος), που λεγόταν eponymous term. Έπειτα τα έκαναν κουλουβάχατα, και έτσι eponym ονομάζεται τώρα και η λέξη που προέρχεται από ανθρωπωνύμιο. Για παράδειγμα:
eponym (plural eponyms)
1. The name of a real or fictitious person whose name has, or is thought to have, given rise to the name of a particular item: Romulus is the eponym of Rome.
2. A word formed from a real or fictive person’s name: Rome is an eponym of Romulus. | Alzheimer's disease, boycott, Columbia, stentorian, sandwich and Victorian are examples of eponyms.
[Wiktionary]
ή
1. a person after whom a discovery, invention, place, etc., is named or thought to be named.
2. a name or noun formed after a person.
[ODE]
Τι έχουμε στα ελληνικά; Έχουμε προχωρήσει πέρα από τις προτάσεις του Γιώργου Ξυδόπουλου (στο Λεξικό Γλωσσολογίας και Φωνητικής);
επωνύμιο (το) (επωνυμικός-ή-ό) [eponym, eponymous] Το όνομα ενός ατόμου από το οποίο λαμβάνουν την ονομασία τους μια εφεύρεση ή ένας τόπος· καλείται και ονοματοδοτικό (appellative). Παραδείγματα τέτοιων ονομασιών από την αγγλική είναι τα sandwich, cardigan, biro, ενώ τοπωνύμια σε κάποιες χώρες συχνά είναι επωνυμικά (Washington, Sydney, Gorky).
Προσοχή: το αγγλικό δεν είναι τόσο περιοριστικό: «the name of a person after whom something (such as an invention or a place) is named».
Χρειαζόμαστε όρους λοιπόν:
– για τον άνθρωπο που δίνει το όνομά του (επωνύμιο λέει ο Ξυδόπουλος)
– για τη λέξη από ανθρωπωνύμιο (επωνυμικό, επωνυμική λέξη, λέει ο Ξυδόπουλος, αποδίδοντας το eponymous)
– επίθετα για τα παραπάνω
Η γλωσσολογική κοινότητα έχει κατασταλάξει σ’ αυτό το θέμα;
Το μόνο που έχω για σίγουρο αυτή τη στιγμή είναι το καθιερωμένο «επώνυμος ήρωας». Από τη Βικιπαίδεια:
Επώνυμος ήρωας ονομάζεται ο ήρωας που έχει δώσει το όνομά του σε μια περιοχή, πόλη ή νησί ή ακόμη και σε λαό. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα (ΣNickel: Επώνυμοι ήρωες ήταν οι ήρωες της αττικής παράδοσης από τα ονόματα των οποίων πήραν τις ονομασίες τους οι δέκα φυλές των Αθηναίων), αλλά η χρήση του συνεχίζεται και σήμερα. Η χρήση του όρου επώνυμος γενικότερα αφορά αυτόν του οποίου το όνομα δόθηκε σε πρόσωπο ή πράγμα.
eponym
A person whose name is or is thought to be the source of the name of something, such as a city, country, or era. For example, Romulus is the eponym of Rome. [AHD]
Έτσι ήταν κάποτε τα πράγματα. Eponym ήταν το όνομα του ανθρώπου που υπήρξε η ρίζα για τη δημιουργία μιας άλλης λέξης (ονόματος ουσιαστικού ή επιθέτου, ή ρήματος), που λεγόταν eponymous term. Έπειτα τα έκαναν κουλουβάχατα, και έτσι eponym ονομάζεται τώρα και η λέξη που προέρχεται από ανθρωπωνύμιο. Για παράδειγμα:
eponym (plural eponyms)
1. The name of a real or fictitious person whose name has, or is thought to have, given rise to the name of a particular item: Romulus is the eponym of Rome.
2. A word formed from a real or fictive person’s name: Rome is an eponym of Romulus. | Alzheimer's disease, boycott, Columbia, stentorian, sandwich and Victorian are examples of eponyms.
[Wiktionary]
ή
1. a person after whom a discovery, invention, place, etc., is named or thought to be named.
2. a name or noun formed after a person.
[ODE]
Τι έχουμε στα ελληνικά; Έχουμε προχωρήσει πέρα από τις προτάσεις του Γιώργου Ξυδόπουλου (στο Λεξικό Γλωσσολογίας και Φωνητικής);
επωνύμιο (το) (επωνυμικός-ή-ό) [eponym, eponymous] Το όνομα ενός ατόμου από το οποίο λαμβάνουν την ονομασία τους μια εφεύρεση ή ένας τόπος· καλείται και ονοματοδοτικό (appellative). Παραδείγματα τέτοιων ονομασιών από την αγγλική είναι τα sandwich, cardigan, biro, ενώ τοπωνύμια σε κάποιες χώρες συχνά είναι επωνυμικά (Washington, Sydney, Gorky).
Προσοχή: το αγγλικό δεν είναι τόσο περιοριστικό: «the name of a person after whom something (such as an invention or a place) is named».
Χρειαζόμαστε όρους λοιπόν:
– για τον άνθρωπο που δίνει το όνομά του (επωνύμιο λέει ο Ξυδόπουλος)
– για τη λέξη από ανθρωπωνύμιο (επωνυμικό, επωνυμική λέξη, λέει ο Ξυδόπουλος, αποδίδοντας το eponymous)
– επίθετα για τα παραπάνω
Η γλωσσολογική κοινότητα έχει κατασταλάξει σ’ αυτό το θέμα;
Το μόνο που έχω για σίγουρο αυτή τη στιγμή είναι το καθιερωμένο «επώνυμος ήρωας». Από τη Βικιπαίδεια:
Επώνυμος ήρωας ονομάζεται ο ήρωας που έχει δώσει το όνομά του σε μια περιοχή, πόλη ή νησί ή ακόμη και σε λαό. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα (ΣNickel: Επώνυμοι ήρωες ήταν οι ήρωες της αττικής παράδοσης από τα ονόματα των οποίων πήραν τις ονομασίες τους οι δέκα φυλές των Αθηναίων), αλλά η χρήση του συνεχίζεται και σήμερα. Η χρήση του όρου επώνυμος γενικότερα αφορά αυτόν του οποίου το όνομα δόθηκε σε πρόσωπο ή πράγμα.
Last edited: