metafrasi banner

edgy = ευέξαπτος, νευρικός | πρωτοποριακός, ρηξικέλευθος, εικονοκλαστικός, οριακός, τολμηρός, αιχμιακός

nickel

Administrator
Staff member
Η δεύτερη σημασία του edgy είναι νεότερη και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να βρω ποια διαδικτυακά λεξικά δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς. Τα περισσότερα τα πήγαν καλά. Από τα αγγλοελληνικά λεξικά, μόνο του Πατάκη είχε τη νέα σημασία. Μια και πρόκειται για καινούργια χρήση, βασισμένη στα cutting edge και leading edge, θα δείτε να διαφέρουν στα σημεία οι ορισμοί των λεξικών.

edgy (comparative edgier, superlative edgiest)
1 nervous, apprehensive
2 (entertainment/advertising jargon): creatively challenging; cutting-edge; leading-edge
3 (entertainment/advertising jargon): on the edge between acceptable and offensive; pushing the boundaries of good taste; dodgy
Wiktionary

1. on edge: nervous and irritable
2. intense: having an intense or energetic quality or atmosphere: an edgy neighborhood
3. trend-setting: stylish in an extreme or provocative way: edgy clothes
Microsoft® Encarta® 2008.

Για τη νεότερη σημασία:
  • 2 informal at the forefront of a trend; experimental or avant-garde: their songs combine good music and smart, edgy ideas (ODE)
  • music, films, books etc that are edgy are strange in a way that is interesting or exciting (Macmillan)
  • aware of the newest ideas and styles and therefore considered very fashionable: The band has developed an edgy new image. (Longman)
  • (of a film/movie, book, piece of music, etc.) having a sharp exciting quality: a clever, edgy film | the Ska beat, faster than reggae and a bit edgier | Her ideal man would be 'edgy'. (OALD)
  • Daring, provocative, or trend-setting: an exhibition of edgy photographs; an edgy menu. (AHD)

Καθώς λοιπόν σκεφτόμουν αν έχουμε να προσθέσουμε κάτι στα πρωτοποριακός και ρηξικέλευθος του λεξικού του Πατάκη, σκέφτηκα ότι δεν μας κάνουν τα αιχμηρός και ακμαίος από την αιχμή και την ακμή. Επίσης, δεν έχουμε φτιάξει ακμιακός σαν αντίθετο του παρακμιακού.

Έχουμε όμως το αιχμιακός (που έχει υπερισχύσει τού αιχμικός, αν και βρήκα κείμενο ανθρώπου της ΔΕΗ που περιλαμβάνει και τα δύο επίθετα (ας σημειωθεί ότι το ΠαπΛεξ έχει το αιχμικός):
  • Αιχμιακό το πρόβλημα της επάρκειας ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα.
  • Στις ώρες της μέγιστης ζήτησης (αιχμικές ώρες)
  • το κόστος της αιχμιακής κιλοβατώρας
Εδώ προφανώς έχουμε να κάνουμε με peak. Π.χ. αιχμιακές ανάγκες του καλοκαιριού = summer peaks, summer peak needs.

Προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω κάποιες άλλες χρήσεις, όπως οι παρακάτω (help!), για να τις αποδώσω στα αγγλικά (ξανά help!):
  • Το ανέδειξε και πλέον έχει γίνει αιχμιακό ζήτημα.
  • Θεωρώντας όµως το ζήτηµα αιχµιακό και πάντα επίκαιρο
  • αν το 15% για την παιδεία γινόταν αιχμιακό ζήτημα του λαϊκού κινήματος,
  • δεν λειτουργεί τίποτα στον πιο κρίσιμο και αιχμιακό χώρο της εκπαίδευσης
έπεσα πάνω σε ομιλία του κ. Πάρη Κουκουλόπουλου που είχε σερί τρεις καλές αποδόσεις για το edgy:
Είναι έτσι και αλλιώς, οριακό, αιχμιακό, τολμηρό, το νομοσχέδιο…
Και απ' αυτή την πλευρά, καλύφθηκα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Τα παρακάτω παραδείγματα είναι από το Oxford English Corpus:

 
Top