metafrasi banner

discoloration = αλλοίωση χρωματισμού, δυσχρωμία, λέκιασμα (όχι πάντα αποχρωματισμός)

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Γιατί το λέω; Γιατί συνέχεια το βλέπω στους υποτίτλους να αποδίδεται ως "αποχρωματισμός" (μέχρι και αποχρωμάτωση το είδα σήμερα στο Σκάι), χωρίς να δίνουν καμιά σημασία στο συγκείμενο.

Όταν το κόντεξτ είναι π.χ. το χρώμα των παραμελημένων δοντιών ενός καπνιστή ή κάποιος λεκές που δημιουργείται στο δέρμα λόγω ήλιου, πώς είναι δυνατόν να μιλήσουμε για αποχρωματισμό; Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να αποδοθεί λέκιασμα, μαύρισμα, αλλοίωση χρώματος.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Ναι, φυσικά και δυσχρωμία και δυσχρωματισμός, που φυσικά δεν είναι συνώνυμο με το "αποχρωματισμός".
 
discoloration

Κάποια στιγμή που δεν κοιτούσα λοιπόν, γέμισε το Διαδίκτυο με δυσχρωματισμούς. Εννοείται ότι όλοι τους είναι μετάφραση του discoloration, αλλιώς δεν υπάρχει αυτή η λέξη στα Ελληνικά. Τι γνώμη έχουμε γι' αυτή; Τη χρησιμοποιεί κανείς σας ή επιμένετε στον αποχρωματισμό;

Edit: Τώρα είδα ότι υπάρχει ήδη νήμα.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Όταν βλέπω έναν άνθρωπο να έχει έναν σκούρο λεκέ στο πρόσωπο, και αυτό ονομάζεται skin discoloration, από πού κι ως πού είναι αποχρωματισμός; Στην πραγματικότητα, discoloration σημαίνει αλλαγή χρώματος:

Any change in color from the original color or from the desired color.

Read more: http://www.answers.com/topic/discoloration#ixzz2LAyZOPmt

Άρα, άλλοτε είναι πιο ανοιχτόχρωμο από το κανονικό και άλλοτε πιο σκούρο. Ο "αποχρωματισμός" είναι λάθος απόδοση, κατά την ταπεινή μου γνώμη.

Edit: Δίκιο έχεις, είχαμε ήδη συζητήσει το ίδιο πράγμα.
 
Ναι μεν αλλά... γιατί να δημιουργήσουμε μια νέα λέξη αφού αποχρωματισμός σημαίνει «απώλεια (του αρχικού) χρώματος», όχι απαραίτητα προς κάποιο πιο ανοιχτό; Οι Άγγλοι δεν έχουν πρόβλημα, παρόλο που το dis- σημαίνει το ίδιο πράγμα.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Κάτσε. Αποχρωματίζω δεν σημαίνει "αντικαθιστώ το χρώμα με άλλο", αλλά "ξεβάφω". Προτείνεις να προσθέσουμε και δεύτερη έννοια στον αποχρωματισμό για να σημαίνει γενικά την "αλλαγή χρώματος" όπως στα αγγλικά;
 
Θα έλεγα μάλλον ότι αποχρωματίζομαι σημαίνει «χάνω το χρώμα μου», και άρα (προφανώς) αποκτώ κάποιο άλλο. Συνήθως το νέο χρώμα είναι άσπρο ή κάτι πιο ανοιχτό από το προηγούμενο, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο. Αν το σκεφτούμε έτσι, τότε δεν υπάρχει ανάγκη για τον δυσχρωματισμό.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Εγώ από την άλλη, όταν λέω "αποχρωματίζω", εννοώ ότι αφαιρώ το χρώμα, και καθόλου δεν εννοώ ότι στη θέση του βάζω κάποιο άλλο.
 

nickel

Administrator
Staff member
Dyschromia, δυσχρωμία. Dyschromia refers to an alteration of the color of the skin or nails.

discoloration (plural discolorations)
- The act of discoloring, or the state of being discolored; alteration of hue or appearance.
- A discolored spot; a stain.

http://en.wiktionary.org/wiki/discoloration
discolor
To change or lose color.
Washing light laundry with dark may cause your clothes to discolor.
A bad enough bruise can discolor the skin.

http://en.wiktionary.org/wiki/discolor

Μπορούμε μήπως να μείνουμε στη δυσχρωμία για το skin discoloration; Έτσι δεν θα μπερδευόμαστε μεταξύ δυσχρωματισμού [change colour] και αποχρωματισμού [lose colour] (που θα έδινε, ο αποχρωματισμός, εντελώς λανθασμένη εντύπωση, π.χ. στο bluish discoloration).
 
Εγώ από την άλλη, όταν λέω "αποχρωματίζω", εννοώ ότι αφαιρώ το χρώμα, και καθόλου δεν εννοώ ότι στη θέση του βάζω κάποιο άλλο.
Μπορεί να μη βάζεις εσύ, αλλά το αντικείμενο θα έχει κάποιο χρώμα, έστω άσπρο (δεν θα γίνει διαφανές). Με άλλα λόγια, συμφωνώ με το change or lose color που λέει και η παραπομπή του Νίκελ παραπάνω - κτγμ, με τον αποχρωματισμό και τη δυσχρωμία είμαστε καλυμμένοι σε κάθε περίπτωση και δεν χρειαζόμαστε άλλη λέξη.
 
Top