metafrasi banner

conjugate (οργανική χημεία) = σύζευγμα

Συνάντησα την ανωτέρω λέξη σε κείμενο για υδατάνθρακες. Συγκεκριμένα αναφέρεται σε παράγωγα δισακχαρίτη. Αν και ξεσκόνισα τη χημεία δέσμης που κάποτε έκανα, δεν βρήκα τον αντίστοιχο ελληνικό όρο. Αν κανείς τον γνωρίζει, θα εκτιμήσω πολύ τη βοήθειά του.
 

Zazula

Administrator
Staff member
conjugate (ουσιαστικό) = σύζευγμα [π.χ. σύζευγμα απτενίου-ανοσογόνου]
conjugated diene = συζυγιακό διένιο
conjugated double bonds = συζυγιακοί διπλοί δεσμοί
conjugated linoleic acid (CLA) = συζυγιακό λινελαϊκό οξύ (ΟΧΙ "συζευγμένο")
conjugation = συζυγία, σύζευξη
homoconjugation = ομοσυζυγία
hyperconjugation = υπερσυζυγία

Πηγή: Λεξικό Χημείας ΕΚΠΑ
 
Top