cenobite [sénnə bīt]
(plural cenobites) or coenobite [sénnə bīt] (plural coenobites)
noun
member of religious community: a member of a religious community
[15th century. Via French cénobite or ecclesiastical Latin coenobita < Greek koinobion “common life”]
— cenobitical [sènnə bíttik'l], adjective
Microsoft® Encarta® 2008.
Κοινοβιάτης, από το κοινόβιο. Από τα γνωστά καινούργια λεξικά, μόνο στον Κριαρά. Από τα μεγάλα, στο ΠαπΛεξ. Και βέβαια στα μεγάλα παλιότερα (π.χ. Δημητράκο, Σταματάκο). Η λέξη είναι παλιά: εδώ στο Μεσαιωνικής Γραμματείας του Κριαρά.
Ο σχηματισμός είναι λογικός, δίπλα άλλωστε σε παράγωγα όπως την κοινοβιακή ζωή ή τον κοινοβιάρχη.
Από την άλλη, κάτι η λέξη των δυτικών, κάτι ο ισοβίτης, να που υπάρχει πλέον και κοινοβίτης. Το Αντίστροφο δέχεται και τους δύο τύπους. Να τους βάλω και τους δύο στον τίτλο ή να στήσουμε τον δεύτερο στο εκτελεστικό απόσπασμα;
(plural cenobites) or coenobite [sénnə bīt] (plural coenobites)
noun
member of religious community: a member of a religious community
[15th century. Via French cénobite or ecclesiastical Latin coenobita < Greek koinobion “common life”]
— cenobitical [sènnə bíttik'l], adjective
Microsoft® Encarta® 2008.
Κοινοβιάτης, από το κοινόβιο. Από τα γνωστά καινούργια λεξικά, μόνο στον Κριαρά. Από τα μεγάλα, στο ΠαπΛεξ. Και βέβαια στα μεγάλα παλιότερα (π.χ. Δημητράκο, Σταματάκο). Η λέξη είναι παλιά: εδώ στο Μεσαιωνικής Γραμματείας του Κριαρά.
Ο σχηματισμός είναι λογικός, δίπλα άλλωστε σε παράγωγα όπως την κοινοβιακή ζωή ή τον κοινοβιάρχη.
Από την άλλη, κάτι η λέξη των δυτικών, κάτι ο ισοβίτης, να που υπάρχει πλέον και κοινοβίτης. Το Αντίστροφο δέχεται και τους δύο τύπους. Να τους βάλω και τους δύο στον τίτλο ή να στήσουμε τον δεύτερο στο εκτελεστικό απόσπασμα;