Δεν είναι ελληνική λέξη, βέβαια, το πόμολο. Αλλά το πόμολο δεν είνα μόνο για να ανοίγεις κάτι;
ΛΚΝ (προσέξτε το "στρόγγυλης")
πόμολο το: είδος χειρολαβής στρόγγυλης ή άλλου σχήματος σε πόρτες, σε παράθυρα κτλ.· (πρβ. μπετούγια): Έπιασε το ~ κι άνοι ξε την πόρτα. [ιταλ. pomolo]