metafrasi banner

awkward

Το 'χω δει ξανά και ξανά και ξανά -προχθές σε υπότιτλο και είπα να γκρινιάξω. Οι άνθρωποι και οι καταστάσεις δεν είναι άβολοι/ες. Το κοντινότερο στο awkward, όταν περιγράφουμε άτομα και καταστάσεις είναι μάλλον το αμήχανος/αμηχανία.
 
Οι άνθρωποι δεν είναι άβολοι, αλλά άβολες καταστάσεις μπορούμε να έχουμε. Και οι άνθρωποι μπορεί να νιώθουν άβολα.
 
Οι άνθρωποι δεν είναι άβολοι, αλλά άβολες καταστάσεις μπορούμε να έχουμε. Και οι άνθρωποι μπορεί να νιώθουν άβολα.

Εκτός από τις καταστάσεις (ΛΚΝ: H ζωή στο καράβι ήταν κάπως άβολη.) και οι άνθρωποι μπορεί να είναι άβολοι:

ΛΚΝ: 2. (σπάν., για πρόσ.) δύσκολος· ανάποδος: Είναι τόσο ~, που δύσκολα μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του.

Γεωργακάς: ② of persons, awkward, peevish, cross, difficult to handle (syn αβόλευτος, ανάποδος, δύσκολος, δύστροπος): είναι ~ άνθρωπος | άβολη γυναίκα

Σπανίως βέβαια, και με τη σημασία του ανάποδου, του αεί αβόλευτου, αλλά δεν αποκλείεται. Κατά τα άλλα, συνήθως κι εγώ τον αμήχανο χρησιμοποιώ για τον awkward ή κάποια τέτοια περίφραση, αν δεν ταιριάζει καλύτερα κάτι άλλο.
 
Οι άνθρωποι δεν είναι άβολοι, αλλά άβολες καταστάσεις μπορούμε να έχουμε. Και οι άνθρωποι μπορεί να νιώθουν άβολα.

Ναι, μερικές φορές μπορείς να το πεις, αλλά αναφέρομαι σε εκείνες τις περιστάσεις που φανερά θέλει το κείμενο/οι ομιλητές να πούνε ότι βρίσκονται σε αμηχανία -λέξη που συχνά ακουγόταν στα Φιλαράκια.
 
Παρόλα αυτά, πιο συχνά στα ελληνικά λέμε την έκφραση "νιώθω άβολα", παρά "νιώθω αμηχανία".
 
Καλημέρα. Ήταν λίγο ανοικονόμητη η κατάσταση, έτσι που μπερδεύονταν δυο συζητήσεις στα Slips, και άλλωστε το αξίζει το νηματάκι του κοτζάμ awkward, οπότε ανοίξαμε και σας περιμένουμε.

Από ODE:

awkward /ˈɔːkwəd/
adjective
1 causing difficulty; hard to do or deal with:
some awkward questions | the wheelbarrow can be awkward to manoeuvre
- deliberately unreasonable or uncooperative: you’re being damned awkward!
2 causing or feeling uneasy embarrassment or inconvenience:
he had put her in a very awkward position she felt awkward alone with him
3 not smooth or graceful; ungainly:
Luther’s awkward movements impeded his progress
- uncomfortable or abnormal: make sure the baby isn’t sleeping in an awkward position
 
...
3 not smooth or graceful; ungainly:
Luther’s awkward movements impeded his progress

άχαρος [SUP]2[/SUP] ① ungraceful, graceless, ungainly, unattractive, awkward, ugly (syn άκομψος, άνοστος 3, near-syn ασουλούπωτος, άσχημος 2 1): ~ γέρος, γίγαντας, μικροαστός | ~λαιμός, όγκος, οικισμός | ~ στόμφος | άχαρη αμμουδιά, πέτρα, πόλη, φωνή, χώρα | άχαρη γλώσσα, γνώση, μέθοδος, σοφία, τέχνη | άχαρο ανάστημα, κελάιδημα, κορμί, περπάτημα, πρόσωπο | άχαρο βουνό, δέντρο, νησί | άχαρο γραφείο, διαμέρισμα | άχαρα ρούχα | μακρύ άχαρο τραπέζι | είναι ~ στις κινήσεις του | μέσα από μια ξερή κι άχαρη φλούδα κρύβει αναρίθμητα αστραφτερά ρουμπίνια (Ouranis) | γινότανε μονοκόμματη σαν από ξύλο, άχαρο κορίτσι, ασουλούπωτο (Charis) | η άχαρη μεταβατική περίοδος από την παιδική στην εφηβική ηλικία (Palaiologos)
 
Το ξεθάβω μια και μόλις διάβασα τον τρομερό συνδυασμό "αμήχανο κούρεμα". :D

https://www.lifo.gr/now/world/22036...-koyrema-ton-kapoytsinon-monaxon-mia-eksigisi

Το περίεργο είναι ότι η περιγραφή του βίντεο στην πηγή του δεν περιέχει τη λέξη awkward
https://www.youtube.com/watch?v=A505-D4IA_0 αλλά ίσως ο μεταφραστής να είχε μπροστά του κάποιο επιπλέον συνοδευτικό κείμενο.

Λέω να το καθιερώσω: "Δεν ξαναπάω σε αυτόν τον κουρέα! Του είπα απλά να μου τα πάρει λίγο και μου τα έκανε αμήχανα!" :mad:
 
Το ξεθάβω μια και μόλις διάβασα τον τρομερό συνδυασμό "αμήχανο κούρεμα". :D
Μπορεί να ήθελε να πει ότι δεν είναι κούρεμα με τη μηχανή αλλά με το ψαλίδι... :)
 
Back
Top