metafrasi banner

a bit of rough

A bit of rough
a) Someone, especially a man, whose lack of sophistication and coarse manner make them sexually attractive to some people.
b) Sexual activity that involves a degree of violence.
c) A sexual partner below one's usual standards.
--Jenny's chatting up the barman again. She likes a bit of rough.
--I just fancied a bit of rough in the buff [stark naaked] on the roof.:blush::wub:
 
a) ζόρικος, τραχύς, άγριος, βαρβάτος, εναλλακτικά του πιο ταιριαστού μπρουτάλ που λέει ο Θέμης
b) αγριάδες, ζοριλίκια
c) άξεστος / χοντροκομμένος για τα γούστα της, ξύλο απελέκητο
 
c) άξεστος / χοντροκομμένος για τα γούστα της
Νομίζω ότι το παράδειγμα του Θησέα είναι αντίθετο: μιλάει για κάποια που προτιμάει τους άξεστους / χοντροκομμένους, άρα θα ήταν πιο σωστή μια διατύπωση, π.χ.: τους γουστάρει άξεστους και χοντροκομμένους.
 
Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, έχεις ένα δίκιο.
Από την άλλη όμως: c) A sexual partner below one's usual standards.
Δηλαδή καμιά φορά κάνει την παραχώρηση, πέφτει κατευθείαν στο ψητό και αρταίνεται, ενώ συνήθως νηστεύει ή τσιμπολογάει εκλεκτικά.
 
Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, έχεις ένα δίκιο.
Από την άλλη όμως: c) A sexual partner below one's usual standards.
Ναι, υπάρχει ασυμβατότητα με τα παραδείγματα. Εκτός αν υπάρχει ερμηνεία και στο στιλ: Της αρέσει να παίζει με τη φωτιά. Τώρα μιλάει με έναν χοντράνθρωπο. {Πώς λέγαν εκείνη την ταινία με το ψωνιστήρι;}
 
Καλή σκέψη, εσύ κινηματογραφική, εγώ μουσική, τα πετύχαμε, νομίζω. :)
Και του ταίριαζε του Γκιρ ο ρόλος τού τσομπαναρά σαν να ήταν κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του, ενώ μετά μας έγινε Γκύριος.
 
Το (c), She likes a bit of rough, δεν είναι αντιφατικό. Το a bit of δείχνει ότι της αρέσει να δοκιμάζει πότε πότε και κάτι σε μπρουτάλ / στο πιο μπρουτάλ / στο πιο άξεστο.
 
Γιατί να το περιορίσουμε στη δυσοσμία, που, δεν ξέρω, μπορεί να έχει αφροδισιακή επίδραση, αλλά δεν μπορούμε να την εξισώσουμε με το rough, που απλώς είναι τραχύ (not smooth) και άξεστο και λίγο βίαιο.
 
Ίσως γιατί η βαρβατίλα δεν δηλώνει πλέον μόνο τη δυσοσμία, αλλά έχει προβιβαστεί σε ανώτερο επίπεδο (ή κατώτερο, γούστα είν' αυτά, όπως στα παραδείγματα του πρώτου ποστ, συνήθη ή περιστασιακά), με τη δυσοσμία να αποτελεί ένα από τα κριτήρια:

βαρβατίλα
Με τη λέξη βαρβατίλα εκφράζουμε το μέτρο σύγκρισης της αρρενωπότητας, του ανδριλικίου και του ασήκωτου νταλκαδιάρικου άντρα ακριβώς όπως χρησιμοποιείται και το μέτρο για το μήκος. Μόνο που η βαρβατίλα δεν διαθέτει κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς ώστε να μπορούμε να το μετρήσουμε και να αποφανθούμε ότι ο Τάδες έχει 3.3 κιλόΒαρ βαρβατίλας Ζαγοράκειας πρώτης ποιότητος. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταφύγουμε στην ανάλυση των σημαδιών που μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε κάπως την ποσότητα της βαρβατίλας που κάποιος διαθέτει. Αναλυτικά:...
[για τα κριτήρια, στο slang.gr]
 
Ναι, κι εγώ όταν έγραψα "βαρβατίλα" δεν εννοούσα δυσοσμία, παρά το γεγονός ότι κάποτε μπορεί να είχε αποκλειστικά αυτή την έννοια.
 
Να μην ξεχνάμε πάντως και τα απλά: Της αρέσουν και λίγο οι σκληράδες...
 
Από την Espresso, όπου μια (άγνωστη σ' εμένα) δεσποινίς λέει:

«Μου αρέσει πολύ το θέμα το πολύ άγριο, το βρισίδι, το λίγο ξύλο. Να έχει την εξουσία ο άλλος. Βαριέμαι το sex όταν είναι ξενέρωτο και γλυκερό».

 
Της αρέσει και λίγο νταηλίκι ή πιο απλά της αρέσει και λίγο ξύλο (με το ξύλο να έχει τη σημασία του άγριου σεξ)
 
Back
Top