nickel Administrator Staff member Mar 26, 2011 #1 φάρδος 2. (προφ., λαϊκ.) μεγάλη τύχη, κωλοφαρδία: Το φάρδος του δε λέγεται. Have the luck of the devil, have the devil's own luck. Έχουμε για τη λαϊκή σημασία κάτι πιο... φρέσκο από αυτά με το διάβολο;
φάρδος 2. (προφ., λαϊκ.) μεγάλη τύχη, κωλοφαρδία: Το φάρδος του δε λέγεται. Have the luck of the devil, have the devil's own luck. Έχουμε για τη λαϊκή σημασία κάτι πιο... φρέσκο από αυτά με το διάβολο;
nickel Administrator Staff member Mar 27, 2011 #2 Στη συγκεκριμένη περίπτωση το συνώνυμο, κατά in.gr, είναι «άστρο εποχής Ρεχάγκελ».