Ο χιουμοριστικός νεολογισμός δεν υπάρχει μόνο στο slang.gr, αλλά και στο wiktionary:
Τώρα, αν πιστέψω τηλεοπτικό ρεπορτάζ, το τσάπινγκ (το σκάψιμο με την τσάπα) χρησιμοποιείται για να περιγράψει συνεκδοχικά την ερασιτεχνική ενασχόληση με την κηπουρική.
Πρόταση για αποδόσεις:
τσάπινγκ = weeding | small-plot gardening, home vegetable gardening
τσάπινγκ
[Ετυμολογία: τσάπινγκ < τσάπα + -ινγκ (< αγγλική κατάληξη -ing)]
Ουσιαστικό ουδέτερο
(στρατιωτική αργκό) Η αποψίλωση (καθαρισμός) μιας περιοχής από χόρτα.
Λοιπόν, μάγκες, ετοιμαστείτε για τσάπινγκ!
http://el.wiktionary.org/wiki/τσάπινγκ
τσάπινγκ
Η αποψίλωση με τσάπες. Μαζί με το γόπινγκ αποτελούν τις δύο πιο διάσημες αγγαρείες του στρατού σε περίπτωση επιθεώρησης του στρατοπέδου.
- Άσε, δεν την παλεύω. Μας έβαλε χτες ο διοικητής να κάνουμε τσάπινγκ 4 ώρες μες στο λιοπύρι. Μου κόπηκαν τα χέρια.
http://www.slang.gr/lemma/show/tsapingk_1085
[Ετυμολογία: τσάπινγκ < τσάπα + -ινγκ (< αγγλική κατάληξη -ing)]
Ουσιαστικό ουδέτερο
(στρατιωτική αργκό) Η αποψίλωση (καθαρισμός) μιας περιοχής από χόρτα.
Λοιπόν, μάγκες, ετοιμαστείτε για τσάπινγκ!
http://el.wiktionary.org/wiki/τσάπινγκ
τσάπινγκ
Η αποψίλωση με τσάπες. Μαζί με το γόπινγκ αποτελούν τις δύο πιο διάσημες αγγαρείες του στρατού σε περίπτωση επιθεώρησης του στρατοπέδου.
- Άσε, δεν την παλεύω. Μας έβαλε χτες ο διοικητής να κάνουμε τσάπινγκ 4 ώρες μες στο λιοπύρι. Μου κόπηκαν τα χέρια.
http://www.slang.gr/lemma/show/tsapingk_1085
Τώρα, αν πιστέψω τηλεοπτικό ρεπορτάζ, το τσάπινγκ (το σκάψιμο με την τσάπα) χρησιμοποιείται για να περιγράψει συνεκδοχικά την ερασιτεχνική ενασχόληση με την κηπουρική.
Πρόταση για αποδόσεις:
τσάπινγκ = weeding | small-plot gardening, home vegetable gardening